Γκρουπ μεγάλων ευρωπαϊκών παρόχων οπτικών ινών και ευρυζωνικών δικτύων, ανάμεσά τους η Vodafone και η Iliad, εκφράζει έντονη αντίθεση στις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για απορρύθμιση των υπηρεσιών χονδρικής σταθερών δικτύων. Όπως σημειώνεται σε κοινή τους δήλωση, τα μέτρα αυτά θεωρούνται βήμα προς τα πίσω, με κίνδυνο να οδηγήσουν σε επαναμονοπώληση και να περιορίσουν τον ανταγωνισμό και τις επενδύσεις στις υπηρεσίες σταθερής συνδεσιμότητας, ιδίως στη φάση μετάβασης από το δίκτυο χαλκού στις οπτικές ίνες.
Οι επικεφαλής εννέα εταιρειών, μεταξύ των οποίων οι Bouygues Telecom, Colt Technology Services, Eurofiber, Fastweb+Vodafone, Iliad Group, Open Fiber, Three Group, 1&1 AG και Vodafone Group, που εξυπηρετούν συνολικά περίπου 240 εκατομμύρια πελάτες σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπογράφουν τη σχετική παρέμβαση.
Στο κείμενο επισημαίνεται ότι ενδεχόμενη εφαρμογή των προτάσεων, που εντάσσονται στο πλαίσιο του Digital Networks Act, θα αποδυνάμωνε το επενδυτικό κίνητρο για την ανάπτυξη ανταγωνιστικών σταθερών δικτύων στην Ευρώπη, θα περιόριζε τη ζήτηση από καταναλωτές και επιχειρήσεις, θα ανέστειλε την καινοτομία στα δίκτυα και θα δυσχέραινε την επίτευξη των στόχων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη «Ψηφιακή Δεκαετία» του 2030.
Οι εταιρείες εκφράζουν ιδιαίτερη ανησυχία για το ενδεχόμενο χαλάρωσης της ρύθμισης υπέρ των πρώην μονοπωλιακών παρόχων, υποστηρίζοντας ότι τέτοιου είδους ρυθμίσεις κινδυνεύουν να ενισχύσουν τα μονοπώλια και να αποτρέψουν τις νέες επενδύσεις, ειδικά σε μια περίοδο που η Ευρώπη επιδιώκει την τεχνολογική αναβάθμιση των υποδομών της.
Οι εκπρόσωποι των παρόχων τονίζουν πως οι συνθήκες αγοράς που επηρεάζουν τα σταθερά δίκτυα διαφέρουν από εκείνες που αφορούν τα δίκτυα κινητής τηλεφωνίας. Όπως επισημαίνουν, η πρόσβαση σταθερού δικτύου, περιλαμβανομένων βασικών υποδομών όπως οι σωληνώσεις και οι κολώνες, παραμένει φυσικό μονοπώλιο στη μεγαλύτερη μερίδα των ευρωπαϊκών χωρών και δεν μπορεί να αναπαραχθεί πλήρως. Η πρόσβαση χονδρικής χαρακτηρίζεται ως κρίσιμη για τη διασύνδεση επιχειρήσεων, ενώ μόνο οι ιστορικοί πάροχοι διαθέτουν εκτεταμένη εθνική κάλυψη. Γι’ αυτόν τον λόγο, εκφράζουν ανησυχία για το ενδεχόμενο χαλάρωσης των κανόνων για τους πρώην μονοπωλιακούς παρόχους, υπογραμμίζοντας ότι η διατήρηση του σημερινού πλαισίου είναι απαραίτητη για τη χονδρική πρόσβαση σε τοπικό επίπεδο και την παροχή αποκλειστικής χωρητικότητας σε επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης σε σκοτεινή ίνα.
Επιπρόσθετα, τονίζουν την ανάγκη διασφάλισης συνεχούς πρόσβασης στη φυσική υποδομή, καθώς σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες ο έλεγχος των σχετικών υποδομών ανήκει ακόμη σε έναν βασικό πάροχο, γεγονός που δημιουργεί συνθήκες μονοπωλίου. Η ECTA, σε κοινή ανακοίνωση με ευρωπαϊκές ενώσεις όπως η γερμανική Breko, καταλογίζει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ότι οι προτάσεις της στηρίζονται σε λανθασμένες παραδοχές σχετικά με την ανάπτυξη της αγοράς οπτικών ινών και τις επιπτώσεις που θα έχει το νέο ρυθμιστικό πλαίσιο, με αναφορά και στον νόμο Gigabit Infrastructure Act.
Η ECTA και οι συνεργαζόμενοι φορείς προειδοποιούν ότι η προωθούμενη υποβάθμιση της ρύθμισης εγκυμονεί κινδύνους για τη σταθερότητα του πλαισίου που υποστηρίζει τη χονδρική πρόσβαση, τον ανταγωνισμό και την τεχνολογική πρόοδο, επηρεάζοντας αρνητικά υπηρεσίες νέας γενιάς όπως το cloud, το edge computing, το 6G και η τεχνητή νοημοσύνη, καθώς και την εμπιστοσύνη των επενδυτών. Το αποτέλεσμα, σύμφωνα με τις οργανώσεις του κλάδου, θα είναι αυξημένη αβεβαιότητα και ρίσκο στην αγορά.
Το βασικό μήνυμα των παρόχων είναι πως οι προτεινόμενες αλλαγές του Digital Networks Act θα μπορούσαν να ενισχύσουν τη θέση μεγάλων ιστορικών παρόχων όπως η Deutsche Telekom, η Orange και η Telefónica, καθιστώντας δυσκολότερη και ακριβότερη την ανάπτυξη εναλλακτικών δικτύων σταθερής πρόσβασης σε μια περίοδο κατά την οποία η Ευρώπη επιδιώκει να προβάλλει ως ανταγωνιστική ψηφιακή αγορά. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνεχίζει να δέχεται σχόλια και παρατηρήσεις για τις προτάσεις του Digital Networks Act έως και τις 11 Ιουλίου.
Αυτό το άρθρο αναδημοσιεύεται από το digitallife.com.cy