Η GSMA δημοσίευσε σήμερα ένα νέο έγγραφο δημόσιας πολιτικής που αφορά τις παραμέτρους του ραδιοφάσματος για τις υπηρεσίες απευθείας σύνδεσης συσκευής με δορυφόρο (Direct-to-Device, D2D), παρέχοντας καθοδήγηση στις κυβερνήσεις για αυτή την αναδυόμενη τεχνολογία. Η τεχνολογία D2D συνδέει τις κινητές συσκευές απευθείας με δορυφόρους, συμπληρώνοντας την κάλυψη από τα επίγεια δίκτυα κινητής τηλεφωνίας και ενισχύοντας την ανθεκτικότητα των δικτύων. Όπως τονίζεται, οι υπηρεσίες D2D μπορούν να έχουν θετικό αντίκτυπο, υπό την προϋπόθεση ότι οι εθνικές ρυθμίσεις θα προστατεύουν από επιβλαβείς παρεμβολές τα δίκτυα κινητής τηλεφωνίας, τα οποία σήμερα εξυπηρετούν 5,8 δισεκατομμύρια ανθρώπους σε παγκόσμιο επίπεδο.
Για τη διαμόρφωση βέλτιστων πρακτικών αναφορικά με την τεχνολογία D2D, το Διοικητικό Συμβούλιο της GSMA συνέστησε το 2024 μια ειδική ομάδα εργασίας για το ραδιοφάσμα, η οποία συγκέντρωσε περισσότερους από 50 παρόχους κινητών και δορυφορικών επικοινωνιών. Το έγγραφο αντλεί τα συμπεράσματά του από αυτές τις συζητήσεις και προσφέρει στις κυβερνήσεις πρακτική, βραχυπρόθεσμη καθοδήγηση. Το ισχυρό σημείο της δορυφορικής τεχνολογίας έγκειται στην ικανότητά της να φτάνει σε απομακρυσμένες περιοχές, ωστόσο δεν μπορεί να παρέχει την υψηλή χωρητικότητα που προσφέρουν τα επίγεια δίκτυα κινητής τηλεφωνίας. Με τη σωστή ρύθμιση, όμως, η τεχνολογία D2D μπορεί να λειτουργήσει συμπληρωματικά στην κάλυψη των επίγειων δικτύων.
Σήμερα, το 57% του παγκόσμιου πληθυσμού είναι συνδεδεμένο σε mobile broadband, και οι υπηρεσίες D2D μπορούν να προσδώσουν ανθεκτικότητα και να συμπληρώσουν την κάλυψη όταν οι χρήστες ταξιδεύουν σε περιοχές χωρίς συνδεσιμότητα, όπως ερήμους, ωκεανούς ή ορεινές περιοχές. Η τεχνολογία μπορεί επίσης να βοηθήσει στη σύνδεση μέρους των μη συνδεδεμένων που ζουν εκτός κάλυψης, το οποίο υπολογίζεται στο 4% του παγκόσμιου πληθυσμού και ορίζεται ως «χάσμα κάλυψης». Ταυτόχρονα, παραμένει κρίσιμο το γεγονός ότι το 39% των ανθρώπων, αν και ζει εντός κάλυψης, δεν είναι συνδεδεμένο, διαμορφώνοντας το «χάσμα χρήσης» εξαιτίας παραγόντων όπως η οικονομική προσιτότητα και ο ψηφιακός γραμματισμός. Η αντιμετώπιση τόσο της έλλειψης κάλυψης όσο και της χρήσης είναι απαραίτητη για την επίτευξη του οράματος του κλάδου για τη σύνδεση όλων.
Οι υπηρεσίες D2D μπορούν να λειτουργήσουν σε δύο διακριτούς τύπους φάσματος, με διαφορετικές ρυθμιστικές επιπτώσεις. Η χρήση του φάσματος κινητών επικοινωνιών (IMT) επιτρέπει τη λειτουργία με τυπικές συσκευές, απαιτεί εμπορικές συμφωνίες μεταξύ παρόχων δικτύων κινητής τηλεφωνίας (MNOs) και δορυφορικών παρόχων, διασφαλίζει ότι οι ρυθμιστικές αρχές μπορούν να εγγυηθούν πως η πρόσβαση προέρχεται από το υφιστάμενο αδειοδοτημένο φάσμα των MNO και επωφελείται από τις πρώιμες ρυθμίσεις χωρών όπως οι ΗΠΑ, ο Καναδάς και η Αυστραλία. Αντιθέτως, η χρήση φάσματος κινητών δορυφορικών υπηρεσιών (MSS) απαιτεί συσκευές με εξειδικευμένα chipsets, που προς το παρόν είναι περιορισμένα.
Αν και οι δορυφορικοί πάροχοι ενδέχεται να μη χρειάζεται να συμπράξουν με παρόχους κινητής, οι εμπορικές συνεργασίες διευκολύνουν την υιοθέτηση των υπηρεσιών από τους χρήστες. Το 3GPP έχει τυποποιήσει αρκετές ζώνες MSS, αλλά η ευρεία ενσωμάτωσή τους στις συσκευές υστερεί. Για τον λόγο αυτό, το έγγραφο της GSMA τονίζει ότι οι κυβερνήσεις πρέπει να προστατεύουν τα δίκτυα από παρεμβολές σε εθνικό και διασυνοριακό επίπεδο, να υποστηρίζουν τις εμπορικές συνεργασίες, να διασφαλίζουν τη ρυθμιστική συνέπεια εναρμονίζοντας τους κανόνες με τα αποτελέσματα της WRC-27 για την αποφυγή κατακερματισμού, και να αναγνωρίζουν τους περιορισμούς στη διαθεσιμότητα των συσκευών, ειδικά για τις υπηρεσίες D2D που βασίζονται σε MSS, κατά τον καθορισμό των προσδοκιών πολιτικής.
ΠΗΓΗ: Digital Life
Δείτε το πλήρες άρθρο εδώ.