Table of Contents
Φυσικές «δεξαμενές» για αποθήκευση υδρογόνου σε Κέρκυρα, Κεφαλλονιά και Αιτωλοακαρνανία, αλλά και άλλες γεωλογικές κοιλότητες ανά την Ελλάδα, όπου μπορούν να διατηρούνται ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα ή και φυσικού αερίου, εντόπισαν έλληνες επιστήμονες.
Τα σημαντικά ευρήματα μπορούν να εξυπηρετήσουν ως υποδομές την πορεία προς το «net zero» έως το 2050 που έχει χαράξει η ΕΕ για την πλήρη απανθρακοποίηση της ευρωπαϊκής οικονομίας, ένα σχέδιο το οποίο επιτάχυνε την προώθηση νέων τεχνολογιών, όπως είναι η παραγωγή υδρογόνου, αλλά και η δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα.
Οι νέες προκλήσεις
Παράλληλα, θα μπορούσαν να καλύψουν την απουσία κατάλληλων χώρων για αποθήκευση φυσικού αερίου, μια ανάγκη που προέκυψε κατά τη διάρκεια της διετούς ενεργειακής κρίσης και των προσπαθειών απεξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο. Σε αυτές τις νέες προκλήσεις έρχεται να απαντήσει η μελέτη πολυπληθούς ομάδας ειδικών από την Ελληνική Αρχή Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (ΕΑΓΜΕ), τα Τμήματα Γεωλογίας του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστήμιου Αθηνών και του Πανεπιστημίου Πατρών καθώς και του Εθνικού Κέντρου Ερευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης (ΕΚΕΤΑ). Οσον αφορά το υδρογόνο, προσδιορίστηκε η ικανότητα αποθήκευσης σε «σπηλαιώσεις» αλατιού (αλατούχα έγκοιλα) στα νησιά της Κέρκυρα και της Κεφαλλονιάς περί των 53.200 MWh (μεγαβατώρες). Αυτές οι ποσότητες είναι ικανές να καλύψουν τις ανάγκες ηλεκτροδότησης 6.770 νοικοκυριών στα Ιόνια νησιά.
Αλατούχες κοιλότητες
Επίσης, αλατούχες κοιλότητες που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως αποθήκες υδρογόνου εντοπίστηκαν στις περιοχές Τρύφος και Αχυρά στην Κεντρική Αιτωλοακαρνανία, οι οποίες δυνητικά μπορούν να φιλοξενήσουν 26.600 MWh.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες που συμμετείχαν στην ερευνητική εργασία (Απόστολος Αρβανίτης, Πέτρος Κουτσοβίτης, Νικόλαος Κούκουζας, Παύλος Τυρολόγου, Δημήτρης Καραπάνος, Χρήστος Καρκαλής και Παναγιώτης Πομώνης) το υδρογόνο μπορεί να αποθηκευτεί σε πορώδη πετρώματα ταμιευτήρων, όπως είναι τα εξαντλημένα κοιτάσματα φυσικού αερίου ή πετρελαίου, καθώς και σε «σπηλαιώσεις» αλατιού. Ωστόσο, για την Ελλάδα αυτοί οι σχηματισμοί αλατιού, όπως αναφέρει στο «Βήμα» ο διευθυντής Ερευνών στο ΕΚΕΤΑ δρ Νικόλαος Κούκουζας, «θεωρούνται οι πλέον κατάλληλοι για την αποθήκευση υδρογόνου διότι επιτρέπουν υψηλότερους ρυθμούς έγχυσης και άντλησης σε σύγκριση με άλλους τρόπους αποθήκευσης, προσφέροντας έτσι υψηλή απόδοση στην παροχή ενέργειας στο δίκτυο».
Η μελέτη κατέδειξε επίσης και κατάλληλους χώρους για αποθήκευση φυσικού αερίου. Από τους 22 υποψήφιους χώρους που εξετάστηκαν σε διάφορες περιοχές της Βόρειας και της Κεντρικής Ελλάδας και των νησιών του Αιγαίου προέκυψαν ως κατάλληλοι εκείνοι της Μεσοελληνικής Αύλακας (περιοχή που καταλαμβάνει τμήμα της Βορειοδυτικής Ελλάδας), της Δυτικής Λεκάνης Θεσσαλονίκης και του Βουτσαρά Ιωαννίνων οι οποίοι παρουσιάζουν την καλύτερη απόδοση με τις υψηλότερες τιμές θερμικής ισχύος που φτάνει έως και τα 4.175 MJ (Μεγατζάουλ).
Επίσης, τις προϋποθέσεις για αποθήκευση φυσικού αερίου πληρούν και γεωλογικοί χώροι, όπως οι υδροφορείς, σε άλλες τέσσερις περιοχές, όπως στις Σάπες, στις Σέρρες, στην Κομοτηνή (Αγιοι Θεόδωροι) και στη λίμνη Μητρικού.
Οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι αυτοί οι χώροι θα μπορούσαν να καλύψουν τις ενεργειακές ανάγκες θέρμανσης της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Επίσης, εξετάστηκαν και τρία εγκαταλελειμμένα ορυχεία στην Αττική (Μάνδρας και Χαϊδαρίου) και στην Εύβοια (Αλιβερίου). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι παρουσιάζουν χαμηλότερες μέσες συνολικές τιμές θερμικής ενέργειας. Εκτός από τους γεωλογικούς υδροφορείς, εντοπίστηκαν και κατάλληλοι υπόγειοι γεωλογικοί χώροι για αποθήκευση αερίου ή και υδρογόνου σε Επανομή, Καβάλα και Ηράκλειο Κρήτης.
Αποθήκευση CO₂
Σχετικά με την αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα (CO2) – εκτός από τη μεγάλη επένδυση που αναπτύσσει η EnEarth (του ομίλου Energean) στα εξαντλημένα κοιτάσματα του Πρίνου που αποτελούν τα μοναδικά στην Ελλάδα που έχουν ταυτοποιηθεί ως κατάλληλα και από τους λίγους χώρους που έχουν μελετηθεί στη Μεσόγειο –, οι ερευνητές έχουν ενδείξεις για την καταλληλότητα άλλων τριών περιοχών.
Ειδικότερα, μελέτες πετρωμάτων, όπως σε ψαμμίτες από την ευρύτερη περιοχή Γρεβενών – Καστοριάς (Μεσοελληνική Αύλακα) και σε βασάλτες από τον Βόλο κατέδειξαν ότι οι γεωλογικοί σχηματισμοί θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως πιθανοί χώροι αποθήκευσης CO2 σε αυτές τις δύο περιοχές. Ως κατάλληλοι ταυτοποιήθηκαν και αλμυροί υδροφορείς στη Δυτική Λεκάνη της Θεσσαλονίκης.
Στενά χρονοδιαγράμματα – Επενδύσεις και έργα παραγωγής και μεταφοράς
Η εφαρμογή των πρακτικών δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα (Carbon Capture and Storage – CCS) θεωρείται ως μια τεχνολογία αιχμής που στοχεύει στη μείωση των εκπομπών CO2 στην ατμόσφαιρα προκειμένου να μετριαστούν οι επιπτώσεις τους στην υπερθέρμανση του πλανήτη.
Στην Ελλάδα το έργο της EnEarth, μία συνολική επένδυση άνω του 1 δισ. ευρώ, έχει ως αντικείμενο, σε πρώτη φάση, την αποθήκευση 1 εκατ. τόνων CO2 ετησίως, με προοπτική σε δεύτερη φάση την αποθήκευση έως και 3 εκατ. τόνων διοξειδίου του άνθρακα ετησίως.
Βάσει των ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων που έχει λάβει το project, τα χρονοδιαγράμματα είναι ιδιαιτέρως στενά, οπότε θα πρέπει να επιταχυνθεί και η περιβαλλοντική αδειοδότηση της υποδομής στον Πρίνο από τις αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ) για να ολοκληρωθεί η πρώτη φάση από το 2026 και μετά και η δεύτερη από το 2029. Η δυνητική συνολική δυναμικότητα αποθήκευσης CO2 θα φτάσει στους 66 εκατ. τόνους το 2050. Ηδη ωριμάζουν έργα δέσμευσης άνθρακα από ενεργοβόρες βιομηχανίες της χώρας όπως και το projext του ΔΕΣΦΑ για τη μεταφορά του CO2 στον Πρίνο.
Σχετικά με το υδρογόνο, αυτή τη στιγμή ωριμάζουν έργα παραγωγής και μεταφοράς του από τα σημεία όπου θα παράγεται στην Ελλάδα προς την Κεντρική Ευρώπη και ειδικότερα τη Γερμανία για την εξυπηρέτηση της ενεργοβόρου βιομηχανίας, με κυριότερο τον Διασυνδετήριο Αγωγό Υδρογόνου Ελλάδας – Βουλγαρίας «H2DRIA» που έχει ενταχθεί στη λίστα των έργων Κοινού Ευρωπαϊκού Ενδιαφέροντος (PCI), έχοντας εξασφαλίσει και χρηματοδότηση για τις απαραίτητες τεχνικές και περιβαλλοντικές μελέτες. Το υφιστάμενο Εθνικό Σύστημα Μεταφοράς φυσικού αερίου (ΕΣΜΦΑ), σε μεγάλο βαθμό, είναι hydrogen ready καθώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί μελλοντικά, με ελάχιστες μετατροπές, για τη μεταφορά υδρογόνου.
Παράλληλα, η στρατηγική ενεργειακής μετάβασης μεγάλων ομίλων έχει συμπεριλάβει έργα παραγωγής υδρογόνου, όπως είναι η ΔΕΗ και ο όμιλος Motor Oil, μέσω της κοινοπραξίας Hellenic Hydrogen κ.ά.
Αυτό το άρθρο αναδημοσιεύεται από το : ToVima.gr