Table of Contents
Το Βήμα» παρουσιάζει σήμερα την πρώτη έκδοση του βιβλίου του κόμη Πιέτρο Γκάμπα, με τον τίτλο «Narrative of Lord Byron’s Last Journey to Greece» (Λονδίνο, 1825). Πρόκειται για ένα βιβλίο που περιγράφει αναλυτικά το τελευταίο ταξίδι και τον θάνατο του Λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι τον Απρίλιο του 1824.
Ο Λόρδος Βύρωνας (George Gordon Noel Byron, 1788-1824) είναι μια από τις πιο γνωστές μορφές της ποίησης και του ελληνικού φιλελληνισμού. Ελάχιστοι όμως γνωρίζουν τον συγγραφέα του βιβλίου, τον κόμη Πιέτρο Γκάμπα (Pietro Gamba, 1801-1828).
Ιταλός καρμπονάρος, φιλέλληνας και εκδότης της ξενόγλωσσης εφημερίδας «Telegrafo Greco» (Ελληνικός Τηλέγραφος) στο πολιορκημένο Μεσολόγγι, ο Γκάμπα συνδεόταν με τον Λόρδο Βύρωνα και με έναν άλλον τρόπο: ήταν ο αδελφός μιας από τις ερωμένες του Λόρδου Βύρωνα, της κόμισσας Τερέζα Γκάμπα Γκουιτσιόλι.
Μάλιστα, λέγεται ότι ο Λόρδος Βύρωνας έμενε για ένα χρονικό διάστημα στο παλάτι της ερωμένης του, στο Παλάτσο Γκουιτσιόλι στη Ραβέννα, μαζί με την κόμισσα και τον κατά σαράντα περίπου χρόνια μεγαλύτερο σύζυγό της.
- «Βυρωνομανία»: Πώς διαχειριζόταν την εικόνα του ο Λόρδος Μπάιρον
Εξώφυλλο της πρωτότυπης αγγλικής έκδοσης του βιβλίου του κόμη Πιέτρο Γκάμπα, με τον τίτλο «Narrative of Lord Byron’s Last Journey to Greece» (1825)
Ο Γκάμπα τον Ιούλιο του 1823 ταξίδεψε με τον Λόρδο Βύρωνα στην Ελλάδα, φθάνοντας αρχικά στην Κεφαλλονιά, μετά στη Ζάκυνθο, με τελικό σταθμό το Μεσολόγγι. Με βάση το ημερολόγιο που κρατούσε, ο Γκάμπα αποτύπωσε σημαντικές στιγμές του ταξιδιού και έτσι το βιβλίο του (που έχει κυκλοφορήσει και στα ελληνικά, με πιο χαρακτηριστική έκδοση αυτή του Γαλαξία, με τον τίτλο «Ο Βύρων εν Ελλάδι», σε μετάφραση Μπάμπη Αννινου) αποτελεί μια από τις σημαντικότερες ιστορικές πηγές της κρίσιμης εκείνης περιόδου της Ελληνικής Επανάστασης.
- Ποιος ήταν πραγματικά ο Λόρδος Μπάιρον
Η διχόνοια
Κατ’ αρχάς, πρέπει να τονιστεί ότι το βιβλίο δεν αποτελεί μια αγιογραφία της Επανάστασης και των αγωνιστών της. Μάλιστα, περιγράφεται με τον πιο γλαφυρό τρόπο η διχόνοια μεταξύ των Ελλήνων: Ο Λόρδος Βύρωνας «εθλίβετο όσον ουδείς άλλος διά την ολεθρίαν διχόνοιαν, την παραλύουσαν την δράσιν των Ελλήνων. (…) Το δε μάλλον δυσάρεστον είνε ότι αι μεγάλαι Ευρωπαϊκαί Δυνάμεις (…) θα πεισθούν ότι οι Ελληνες είνε ανίκανοι ν’ αυτοκυβερνώνται». Δεν χαρίζεται όμως ούτε και στους Αγγλους: «Ο πλοίαρχος Αστιγξ, ο μόνος Αγγλος όστις μετέσχε ενεργώς του Αγώνος (…)».
Το βιβλίο αποτελεί πολύτιμη ιστορική πηγή, φωτίζοντας σημαντικές πτυχές της προσωπικότητας του Λόρδου Βύρωνα. Ο μεγάλος φιλέλληνας μπορεί να ήταν ρομαντικός ποιητής, ταυτόχρονα όμως υπήρξε και ρεαλιστής. Αυτό προκύπτει και από τη στάση του απέναντι στα δημοσιεύματα των «Ελληνικών Χρονικών», της εφημερίδας του Ιάκωβου Μάγερ που εκδιδόταν στο πολιορκημένο Μεσολόγγι. Ο συνταγματάρχης Στάνχοπ ήταν υπέρ της απεριόριστης ελευθεροτυπίας, ωστόσο ο Λόρδος Βύρωνας «επεθύμει (…) να εμποδισθούν αι ύβρεις και αι σφοδραί μομφαί κατά των ξένων συμμάχων ηγεμόνων, οίτινες οπωσδήποτε και αν εκρίνετο η πολιτική των, έμελλον φυσικά να επιδράσουν μεγάλως επί των μελλουσών τυχών της Ελλάδος».
Γενικότερα, ο Λόρδος Βύρωνας πίστευε ότι η Ελληνική Επανάσταση «ελάχιστον, ή ουδέν, είχε το κοινόν με τους σφοδρούς αγώνας, τους συνταράξαντας την Ευρώπην επί ολόκληρον τριακονταετίαν» και ότι «θα ήτο μεγάλη η αφροσύνη των φίλων του Ελλήνων, εάν συνέδεον την υπόθεσίν των και τον αγώνα των με τον των άλλων εθνών, όσα είχον αποπειραθή να μεταβάλουν το πολίτευμά των».
- Λόρδος Μπάιρον: Οι δαίμονες και τα πάθη του κορυφαίου φιλέλληνα
Το μόνο ποίημα
Ο Λόρδος Βύρωνας κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ελλάδα έγραψε μόνο ένα ποίημα, τον Ιανουάριο του 1824 (την ημέρα που συμπλήρωνε τα 36 του χρόνια), μάλλον προφητικό για τον θάνατό του λίγους μήνες μετά: «Αν τη νιότη σου λυπάσαι, γιατί θέλεις πλειό να ζης; Της τιμής εδώ είν’ ο τάφος, τρέξε αυτού να σκοτωθής». Aλλωστε, συνήθιζε να λέει: «Εγώ δεν θα φύγω ποτέ από την Ελλάδα. Οι Τούρκοι, οι Eλληνες, ή και το κλίμα, δεν θα με αφήσουν να φύγω».
Και μπορεί να έχασε την ποιητική του έμπνευση, δεν έχασε όμως το βρετανικό φλεγματικό του πνεύμα. Μάλιστα, οι πιο απολαυστικές στιγμές του βιβλίου είναι αυτές οι οποίες αναδεικνύουν το χιούμορ του Λόρδου Βύρωνα. Χαρακτηριστική είναι η ειρωνεία και ο αυτοσαρκασμός του, αφενός, για την ανάμειξη του συνταγματάρχη Στάνχοπ στην εφημερίδα «Ελληνικά Χρονικά» και, αφετέρου, για το ότι δεν συμμετείχε σε μάχες παρότι το ήθελε.
Ελεγε λοιπόν στον Γκάμπα: «Δεν σου φαίνεται παράδοξον αρκετά ότι ο μεν συνταγματάρχης Στάνχωπ, όστις είνε στρατιωτικός, θέλει να καταβάλη τους Τούρκους με την γραφίδα του, εγώ δε, όστις είμαι συγγραφεύς, σκέπτομαι να πολεμήσω κατ’ αυτών με τα όπλα;». Ελεγε μάλιστα αυτοσαρκαζόμενος ότι είχε ένα σημαντικό προσόν για στρατηγός, ότι δηλαδή λόγω της χωλότητάς του δεν μπορούσε να τραπεί σε φυγή.
Το βιβλίο δίνει όμως και την εικόνα ενός πολιτισμένου ανθρώπου. Στο Μεσολόγγι υπήρχαν 22 τούρκοι αιχμάλωτοι, τους οποίους ο Λόρδος Βύρωνας τους προστάτευσε και τους έστειλε στον άγγλο πρόξενο στην Πρέβεζα. Στην επιστολή του προς τον άγγλο πρόξενο σημείωνε: «Απέναντι της φιλανθρωπίας δεν αναγνωρίζω διάκρισιν μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Αρκεί μόνον να είνε άνθρωποι οι έχοντες ανάγκην βοηθείας, διά να έχουν δικαιώματα επί του οίκτου και της προστασίας παντός διαπνεομένου υπό φιλανθρώπων αισθημάτων».
Αλλά και όταν ένας ιταλός πυροβολητής συνελήφθη για κλοπή ενός χωρικού στο Μεσολόγγι και οι Γερμανοί ζήτησαν να του επιβληθεί από το Στρατοδικείο η ποινή του ραβδισμού, ο λόρδος Βύρωνας «αντέστη διαρρήδην, λέγων, ότι (…) καμμία βάρβαρος συνήθεια (…) δεν θα εισήγετο εις την Ελλάδα, και προ πάντων ποινή, ήτις θα συνέτεινε μάλλον να εξερεθίζη και να προκαλή απέχθειαν προς το αγαθόν, παρά να σωφρονίζη».
Ο θάνατός του
Ο Λόρδος Βύρωνας δεν έμεινε όμως για πολύ στην Ελλάδα. Πέθανε από υψηλό πυρετό στο Μεσολόγγι στις 19 Απριλίου 1824. Ο Γκάμπα ασχολείται αναλυτικά με τον θάνατό του, επιρρίπτοντας την ευθύνη και στους γιατρούς: «Τινές των ιατρών απήντησαν ότι δεν ήτο ακόμη απολύτως αναγκαία η αφαίμαξις· φοβούμαι δε ότι εφάνησαν εις αυτήν την περίστασιν λίαν συγκαταβατικοί, διά να τον ευχαριστήσουν [τον Λόρδο Βύρωνα], και υπεχώρησαν άνευ πολλών αντιρρήσεων εις την πρόληψίν του κατά της αφαιμάξεως».
Τα αίτια του θανάτου του Λόρδου Βύρωνα έχουν όμως μάλλον μικρή αξία. Μεγαλύτερη σημασία έχει το γεγονός ότι ο θάνατός του, παρότι δεν επήλθε στα πεδία των μαχών, διαδόθηκε σε όλον τον κόσμο και ενίσχυσε ακόμα περισσότερο το κίνημα του φιλελληνισμού. Τελικά, το πόσο ένδοξος είναι ένας θάνατος δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο με τον οποίο πεθαίνει κανείς. Εξαρτάται και από το τι αφήνει πίσω του. Και ο Λόρδος Βύρωνας άφησε πάρα πολλά στην Ελλάδα και στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας.
Ο Λόρδος Βύρωνας ήταν κατά μια έννοια άτυχος, γιατί πέθανε νέος, μόλις στα 37 του χρόνια. Κατά μια άλλη έννοια υπήρξε όμως τυχερός. Οχι μόνο γιατί έμεινε στην ιστορία, αλλά και γιατί υπήρξε μια από τις λίγες μεγάλες προσωπικότητες που τιμήθηκαν εν ζωή με διάφορους τρόπους: Ο Μάρκος Μπότσαρης του έστειλε την τελευταία του επιστολή, γραμμένη την ίδια ημέρα που σκοτώθηκε.
Γράφει ο Μπότσαρης στον Λόρδο Βύρωνα: «Η Εξοχότης σας είνε ακριβώς ο άνθρωπος όπου μας εχρειάζετο. Κανέν εμπόδιο ας μη σταματήση τον ερχομόν σας εις το μέρος τούτο της Ελλάδος». Γι’ αυτό και όταν ο λόρδος Βύρωνας έφτασε στο Μεσολόγγι έσπευσε, ως ένα είδος ανταπόδοσης, να ορκιστεί στον τάφο του Μάρκου Μπότσαρη υπέρ του ελληνικού Αγώνα.
Εναν δε μήνα προτού πεθάνει, οι Μεσολογγίτες τον ανακήρυξαν πολίτη και ευεργέτη του Μεσολογγίου, αναγράφοντας στο ψήφισμα ότι «οι Μεσολογγίται τους αγαθούς άνδρας οίδασι τιμείν». Ολοι δε οι αγωνιστές και οι κάτοικοι του Μεσολογγίου τον τίμησαν δύο φορές, μία φορά χαρμόσυνα και μία πένθιμα: στην πάνδημη υποδοχή του στην πόλη την παραμονή Χριστουγέννων του 1823 και στην κηδεία του, το Πάσχα του 1824. Τι σύμπτωση! Οι δύο μεγάλες γιορτές της χριστιανοσύνης συνδέθηκαν με τον Λόρδο Βύρωνα!
«Απροσποίητος λύπη»
Ο Γκάμπα γράφει για την κηδεία του Λόρδου Βύρωνα: «Ουδεμία πομπή νεκρική (…) δεν θα παρήγε παρομοίαν εντύπωσιν, ουδέ θα κατένυγε την ψυχήν, όσον η απλή εκείνη, αλλά τόσον συγκινητική κηδείαν. Η πτωχεία και η απομόνωσις του τόπου, οι περιστοιχίζοντες ημάς τραχείς και ημιπολιτισμένοι πολεμισταί, η βαθεία και απροσποίητος λύπη των, αι γλυκείαι και πικραί άμα αναμνήσεις, αι ματαιωθείσαι ελπίδες, αι ανησυχίαι και τα θλιβερά προαισθήματα, τα εντυπούμενα εις όλα τα πρόσωπα, πάντα ταύτα συνετέλουν, ώστε να καταστήσουν το θέαμα εκείνο συγκινητικόν και κατανυκτικόν».
Κατά μια έννοια, η νεκρική πομπή της κηδείας του Λόρδου Βύρωνα επιβιώνει μέχρι σήμερα. Στις γιορτές Εξόδου στο Μεσολόγγι το Σάββατο του Λαζάρου και την Κυριακή των Βαΐων ακόμη και σήμερα, διακόσια περίπου χρόνια μετά, δεν γίνεται παρέλαση αλλά μια κατανυκτική πένθιμη πομπή στη μνήμη όλων όσοι έδωσαν τη ζωή τους για την Ελλάδα. Ακριβώς όπως τότε, το Πάσχα του 1824.
Ο Διονύσιος Σολωμός έγραψε για τον θάνατο του Λόρδου Βύρωνα: «Λευτεριά για λίγο πάψε να χτυπάς με το σπαθί. Τώρα σίμωσε και κλάψε εις του Μπάιρον το κορμί». Πιο συγκλονιστικά όμως και από τους στίχους του εθνικού μας ποιητή είναι τα λόγια τα οποία ψιθύρισε ο Λόρδος Βύρωνας για την Ελλάδα προτού αφήσει την τελευταία του πνοή: «Εδωκα εις αυτήν τον καιρόν μου… τα μέσα μου… την υγείαν μου».
Ο κ. Σπύρος Βλαχόπουλος είναι καθηγητής Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Αυτό το άρθρο αναδημοσιεύεται από το: To Vima