Home » ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΓΕΡΟΣΚΗΠΟΥ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΓΕΡΟΣΚΗΠΟΥ

by Michael Hadjimitsis
0 comment

Β Ρ Υ Ω Ν Η Σ
Σ Ι Α Κ Κ Ο Υ Τ Τ Α Σ (1820-1930)

Γεννήθηκε στη Γεροσκήπου το 1820 και πέθανε το 1930.Μητέρα του ήταν η Χατζιηκοκόνα, μοναχοκόρη του Αντρέα Ζυμπουλάκη πρώτου υποπρόξενου της Αγγλίας στη Γεροσκήπου. Πατέρας του ήταν ο ελλαδίτης πλοιοκτήτης Δημήτρης, που έκανε εμπόριο με το καράβι του στη Μεσόγειο και αγκυροβολούσε και στο λιμανάκι των Μουλιών στη Γεροκηπιά. Ο μ. Τηλέμαχος Τρακκίδης, γέννημα του 1923 και δισέγγονο του Σιακκουττά, τον έζησε στα τελευταία του χρόνια και τον περιγράφει σαν άνδρα ψηλό, βρακοφόρο, λεβέντη, με λίγα μαλλιά στο κεφάλι, χωρίς γένι η μουστάκι αλλά με «κουρούκλι» στην κεφαλή. Ο μ.Τηλέμαχος με εξαιρετικό ενθυμητικό θυμάται που ο ίδιος ο Σιακκουττάς έλεγε ότι γεννήθηκε το 1820.

Ο Σιακκουττάς νυμφεύτηκε δυο φορές. Η πρώτη του γυναίκα ονόματι Ελεγκού από τα Κονιά πέθανε νωρίς χωρίς παιδιά. Του κληροδότησε αρκετά κτήματα. Με τη δεύτερη του γυναίκα έκαναν δυο παιδιά. Τον Δημήτρη και την Ελένη με το παρατσούκλι Σιακκουττίνα. Ο Δημήτρης (Δημητράκος ή αλλιώς Τράκος, όπως τον αποκαλούσε ο παππούς του, ο ελλαδίτης πλοίαρχος Δημήτρης) πέθανε έφηβος αφού αυτοπυροβολήθηκε με «κουμπούρα»(πιστόλι) ύστερα από καυγά με τον πατέρα του. Η Ελένη, μοναχοπαίδι πια, παντρεύτηκε τον Κωνσταντίνο Φακοντή, γνωστό σαν Ταμπουρά, γιο του Βρυώνη Φακοντή από την Αχέλεια. Έκαναν τέσσερεις γιους. Το πρώτο παιδί το ονόμασαν Δημήτρη Τράκκο (για ανάμνηση του αυτοπυροβοληθέντος αδελφού της Ελένης). Γέννησαν επίσης το Βρυώνη (Βκωνή), τον Νικόλα (Ποίκιλο) και τον Τηλέμαχο (Μαυρόλαο).

Το σπίτι του Σιακκουττά ήταν στον κύριο δρόμο, στην πλατεία Γεροσκήπου, γωνία δρόμου προς το ΚΕΝ (εκεί που βρισκόταν μέχρι πρόσφατα ο καφενές του Λουκή). Ήταν απέναντι επίσης από τον καφενέ του Ραμματά (σήμερα ιδιοκτησία Σιμιλλίδη) στην μια πλευρά και απέναντι του περβολιού της εκκλησίας στη μπροστινή νότια πλευρά. Ένα ψηλό σιμιντήρι (περιτοίχισμα) έκρυβε το σπίτι από τον δρόμο. Δίπλα στο σπίτι και στην άκρη του συκιές και ένας μεγάλος φούρνος. Πίσω του δυο σκάλες αυλή και ένα πηγάδι. Φύτευαν πατάτες και άλλα κηπευτικά. Αργότερα έπαιρναν νερό και από το ντεπόζιτο στα «Μίτζια» πάνω από το μεταξουργείο/ΚΕΝ.

Για να μένει κάποιος κοντά στο δρόμο, τον καιρό της τουρκοκρατίας, έπρεπε να είναι Τζιεσούρης, δηλ. παλληκάρι, έλεγε ο Σιακκουττάς. Μια μέρα κτύπησε την πόρτα του ένας καβαλάρης, τούρκος αστυνομικός και απαίτησε φιλοξενία. Αφού τον τάισε και τον πότισε, ο τούρκος αστυνομικός τον διάταξε να πάρει το άλογο του για βοσκή στα χωράφια, σκοπεύοντας ίσως να πειράξει την γυναίκα του. Ξέροντας όμως τις προθέσεις του ο Σιακκουττάς τον έστειλε στον άλλο κόσμο «εν τόπω φωτεινώ, εν τόπω χλοερώ….», με την βοήθεια ενός δικρανιού. Τον έθαψε στην «βραχτή» πίσω από το σπίτι κάτω από ένα βουνάρι ξύλα. Το άλογο το άφησε ελεύθερο στην Γεροκηπιά. Τις επόμενες μέρες η τουρκική αστυνομία έψαχνε για τον «εξαφανισθέντα» αλλά «κανείς δεν τον είχε δει»!!!.

Ο Σιακκουττάς είχε πολλούς φίλους μωαμεθανούς, όχι μόνο στη Γεροσκήπου αλλά και τα γύρω χωριά. Τους φιλοξενούσε συχνά στο σπίτι του που βρισκόταν σε πολύ κεντρικό σημείο. Όσοι ήταν από μακρινά χωριά, όπως ο Εμίρης από τα Μαμώνια, διανυκτέρευαν κιόλας στο σπίτι του καθοδόν προς το Κτήμα.
Μια φορά επί οθωμανοκρατίας αρνήθηκε να πληρώσει τον κεφαλικό φόρο, το «μοιρίν» όπως λεγόταν. Ένας αστυνομικός που ανέλαβε την είσπραξη, ονόματι Σαλίχης, κτύπησε το Σιακκουττά με το αμβλύ μέρος του σπαθιού του. Ο Σιακκουττάς σαν παλληκάρι που ήταν τον παρέλαβε και τον ξυλοφόρτωσε. Ο Σαλίχης τον κατήγγειλε στην αστυνομία στο Κτήμα. Ο θείος του Σιακκουττά, ο πρόξενος Χατζιησμίθ, επενέβη στέλλοντας τον στον αστυνόμο Μιραχμέτην με ένα γράμμα, ένα «τζιοιλό» σιτάρι και ένα «σατσιήν» άσσιερον για το άλογο του αστυνόμου. Αφού διάβασε το γράμμα ο αστυνόμος τον ρώτησε: «.Εσού είσαι βρε που έδερες τον Σαλίχη; Εγιώ είμαι,απαντά ο Σιακκουττάς. Έπρεπε να του δώσεις τζιαλλον ξύλον όμως», λαλεί του ο αστυνόμος!! Του έδωσε μετά σταφίθκια τζιαι σουσιούκκον λέγοντας του. «Πάρτα να φαν τα παιθκιά σου τζιαι μεν το ξανακάμεις».

Ο Σιακκουττάς πέθανε το 1930 σε ηλικία 110 χρονών. Ετάφη στο παλιό νεκροταφείο της Γεροσκήπου απέναντι από το παλιό Μεταξουργείο/ΚΕΝ.Ο τάφος του είναι κάτω από το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου. Σε ένα από τα τέσσερα εγγόνια του δόθηκε το όνομα του, Βρυώνης(Βκωνής). Το επίθετο του έζησε στο όνομα της μοναχοκόρης του Ελένης με το παρατσούκλι Σιακκουττίνα μέχρι τον θάνατο της το 1943, όταν, αν και γριά πια, εργαζόταν ακόμη στο κτίσιμο του στρατιωτικού αεροδρομίου στη Γεροκηπιά.
Το σπίτι του στην πλατεία το έδωσε στην νύφη του Σωφρονία, γυναίκα του Δημήτρη Τράκκου, που τον πρόσεχε στα γηρατειά του. Το 1936, λόγω των υπερβολικών δυσκολιών και φτώχειας του ιδιοκτήτη, το σπίτι βγήκε στον τελάλη δηλ. δημοπρασία και πουλήθηκε για 130 λίρες. Τα κτήρια χαλάστηκαν και στον τόπο τους κτίστηκαν αυτά που υπάρχουν σήμερα. Μεταξύ των νέων κτισμάτων και ο πάλε ποτέ καφενές του Λουκή του Χαμάλη, όπως τον ξέρουν οι παλιοί.

Γιώρκος Τρακκίδης, Γιατρός στη Γερμανία.
Τρισέγγονο του Σιακκουττά.

You may also like

Our Page contains news reposts. We are not responsible for any inaccuracy in the content

Copyright © All rights reserved Faros On Air 

Designed and Developed with 🧡 by eAdvertise

-
00:00
00:00
Update Required Flash plugin
-
00:00
00:00

Adblock Detected

Please support us by disabling your AdBlocker extension from your browsers for our website.