Table of Contents
Το αντιπολιτευτικά εύκολο είναι να πει κανείς ότι η κυβέρνηση με το πακέτο της Θεσσαλονίκης μοιράζει ψίχουλα, ότι οι παροχές υπολείπονται των πολλών αναγκών του ελληνικού λαού ή ότι το όλο σχήμα της οικονομικής πολιτικής που εξήγγειλε ο Πρωθυπουργός είναι ανεπαρκές και σε μεγάλη απόσταση από τις προσδοκίες των πολιτών.
Ωστόσο, το μωσαϊκό φορολογικών μέτρων της Θεσσαλονίκης μόνο αδιάφορο δεν είναι. Αντιθέτως, η επιλογή του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης είναι πολύ συγκεκριμένη, βαθιά επεξεργασμένη, συγκροτημένη και απολύτως συνεπής προς τις πολιτικές και ιδεολογικές κατευθύνσεις του κυβερνώντος κόμματος.
Ολα τα λεφτά
Ο αρμόδιος υπουργός Κυριάκος Πιερρακάκης και συνολικά το επιτελείο του υπουργείου Οικονομικών έπεισαν τον Κυριάκο Μητσοτάκη να μην κατανείμουν τους διαθέσιμους πόρους σε πλήθος επιμέρους πολιτικών, παρά να βάλουν όλα τα λεφτά (1,2 δισ. ευρώ για το 2026, 1,6 δισ. ευρώ για το 2027 και 1,53 δισ. ευρώ για το 2028 και εντεύθεν) στη μείωση των φόρων και συγκεκριμένα στη μείωση των συντελεστών του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων, με ξεχωριστές πρόνοιες, τις οικογένειες με παιδιά και τους πολύ νέους που εισέρχονται νωρίς στην αγορά εργασίας. Στη βάση δηλαδή και του εξελισσόμενου δημογραφικού προβλήματος, που βαίνει επιδεινούμενο.
Πρόκειται δηλαδή για μια επιλογή πολιτικά και οικονομικά καθαρή. Η μείωση των φόρων είναι διαχρονικά διακηρυγμένη από το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας και συνεπής προς τη φιλελεύθερη καταγωγή της. Επί της ουσίας η κυβέρνηση χρησιμοποιεί το φορολογικό σύστημα για να καλύψει συνολικά ελλείμματα της οικονομικής πολιτικής. Συγκεκριμένα προσπαθεί να περιορίσει το έλλειμμα εισοδημάτων και να αμβλύνει τις συνέπειες του ενεργού από το 2021 πληθωριστικού κύματος.
Η στόχευση
Μπορεί να διαφωνεί κανείς, αλλά αυτή είναι η στόχευση των μέτρων. Πηγάζει δε εμφανώς από την αναγνώριση της μακρόχρονης εισοδηματικής απώλειας για το πλήθος των μισθωτών από τις συνδυασμένες πολιτικές συγκράτησης των μισθών και της συσσωρευμένης ακρίβειας.
Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης έκρινε προφανώς ότι δεν δύναται να επαναφέρει τις τιμές στα προ του 2021 επίπεδα, ούτε ταιριάζει στις αρχές της να επιβάλει στις επιχειρήσεις να αυξήσουν τους μισθούς, επέλεξε να περιορίσει κατά το δυνατόν το τετραετές εισοδηματικό έλλειμμα και το αντίστοιχης διάρκειας πληθωριστικό βάρος διά της μείωσης των άμεσων φόρων.
Ενισχύσεις
Με τη γενικευμένη μείωση των συντελεστών του φόρου εισοδήματος κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες για τα τμήματα εισοδημάτων πάνω 10.000 ευρώ και την καθιέρωση του ενδιάμεσου συντελεστή 39% για τα τμήματα εισοδημάτων από 40.000 έως 60.000 ευρώ (ο ανώτατος συντελεστής 44% θα εφαρμόζεται για τμήματα εισοδημάτων άνω των 60.000 ευρώ από την Ι-1-2026) προσφέρεται κάποια εισοδηματική ενίσχυση για όλους τους φορολογουμένους, με εξαίρεση μόνο τους αμειβόμενους με τον κατώτατο μισθό, οι οποίοι θα συνεχίσουν να βαρύνονται με τον χαμηλό συντελεστή 9%.
Από εκεί και πέρα εφαρμόζεται η δημογραφική πλευρά της νέας φορολογικής πολιτικής, η οποία ευνοεί περισσότερο τις οικογένειες με παιδιά. Οσα περισσότερα τα παιδιά τόσο μεγαλύτερη θα είναι η φορολογική ελάφρυνση και αντιστοίχως η εισοδηματική ενίσχυση. Για εισοδήματα μέχρι 30.000 ευρώ οι έχοντες παιδιά θα δουν να μειώνονται οι συντελεστές άλλες δύο μονάδες για κάθε παιδί.
Για τους νέους
Πρόνοια, με τη μορφή φορολογικού κινήτρου, προβλέπεται και για τους νέους μεταξύ 20-25 ετών που εισέρχονται νωρίς στην αγορά εργασίας. Για αυτούς ο φόρος εισοδήματος μηδενίζεται για ετήσια εισοδήματα μέχρι 20.000 ευρώ. Το κίνητρο, μειωμένο με ενιαίο φόρο 9% για εισοδήματα μέχρι 20.000 ευρώ, υφίσταται και για τους εργαζομένους ηλικίας από 25 έως 30 ετών.
Τέλος, ο ενδιάμεσος συντελεστής 39% για τα εισοδηματικά κλιμάκια από 40.000 έως 60.000 ευρώ έρχεται να ευνοήσει κυρίως τον επαναπατρισμό εκείνων που μαζικά μετανάστευσαν στο εξωτερικό στα χρόνια της μεγάλης οικονομικής κρίσης. Τα μέτρα μπορεί να μην οδηγούν σε πλήρη κάλυψη των εισοδηματικών απωλειών, ούτε να εξαφανίζουν τις συνέπειες του συσσωρευμένου πληθωρισμού, αλλά δεν είναι αμελητέα, όπως πολλοί υποστηρίζουν.
Αργησε…
Περιττό να σημειώσουμε ότι αίτημα για μείωση των συντελεστών του φόρου εισοδήματος, όπως και εκείνο της αναδιάρθρωσης των εισοδηματικών κλιμακίων, έχει διατυπωθεί τουλάχιστον από το 2023. Υπό αυτή την έννοια η ικανοποίησή του μάλλον άργησε, και με άνεση μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι δεν είναι αρκετή.
Από εκεί και πέρα, και επειδή η κυβέρνηση επέλεξε «να βάλει όλα τα λεφτά στη φορολογία εισοδήματος», προφανώς οι υπόλοιπες παρεμβάσεις είναι περιορισμένες. Ούτε ο μηδενισμός του ΕΝΦΙΑ για την πρώτη κατοικία στα χωριά, ούτε η μείωση του ΦΠΑ στα νησιά με πληθυσμό μέχρι 20.000 κατοίκους αλλάζουν τη μεγάλη εικόνα.
Αντιθέτως μάλιστα με την εμμονική διατήρηση των συντελεστών ΦΠΑ σε υψηλά επίπεδα επιμένει στην πολιτική των υψηλών πλεονασμάτων και προτιμά να επενδύει στην άδικη για τους φτωχότερους έμμεση φορολογία. Είναι προφανές ότι η σχέση έμμεσων προς άμεσους φόρους θα επιδεινωθεί μετά τα μέτρα της Θεσσαλονίκης.
Οπως παρατηρεί ο ακαδημαϊκός Βασίλης Ράπανος, υπάρχει ένα γενικότερο πρόβλημα με τις εξαγγελίες της Θεσσαλονίκης. Το φορολογικό σύστημα, που παραμένει αναξιολόγητο από το 2022 από τον καιρό της έκθεσης Γεωργακόπουλου, χρησιμοποιείται για την κάλυψη των ελλειμμάτων της πολιτικής τιμών και εισοδημάτων, χωρίς να αντιμετωπίζονται οι διαχρονικές αδυναμίες της πολυπλοκότητας και του υπέρμετρου κόστους διαχείρισης των φόρων.
Και ακόμη επισημαίνει ότι από τις κυβερνητικές ανακοινώσεις απουσιάζουν επιδεικτικά μέτρα για τον έλεγχο των δαπανών, όπως και προβλέψεις για την έρευνα, τις επενδύσεις και τη διάθεση πόρων που θα στήριζαν την προπαγανδιζόμενη από όλους αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου και προτύπου.
Είναι εντυπωσιακή η απουσία μέτρων και πολιτικών για τις μεγάλες προκλήσεις της εποχής, για τις νέες τεχνολογίες και την τεχνητή νοημοσύνη. Επίσης εύλογα επισημαίνει ο κ. Ράπανος πως ούτε στο σκέλος των κρατικών δαπανών, στους δήμους, στις Περιφέρειες, υπήρξαν σχετικές αναφορές. Και διερωτάται αν όλα βαίνουν καλώς και δεν χρειάζονται αναφορές;
Εντός των ορίων
Από την άλλη, ουδείς μπορεί να υποστηρίξει ότι η κυβέρνηση τίναξε την μπάνκα στον αέρα. Το συνολικό ετήσιο κόστος των εξαγγελιών δεν ξεπερνά τα 1,7 δισ. ευρώ, παρά κινείται εντός των ορίων του νέου ευρωπαϊκού δημοσιονομικού πλαισίου. Μάλιστα, η εφαρμογή τους δεν ολοκληρώνεται το 2026, παρά εκτείνεται και στο 2027.
Ορισμένοι μάλιστα εκτιμούν ότι εξαιτίας αυτού του γεγονότος και μόνο ο Πρωθυπουργός δεν σκοπεύει να επισπεύσει τις εκλογές εντός του επομένου έτους παρά να εξαντλήσει την τετραετία και να στήσει τις κάλπες την άνοιξη του 2027, όπως πολλές φορές έχει δηλώσει. Ιδωμεν…
ΠΗΓΗ: ToVima.gr
Δείτε το πλήρες άρθρο εδώ.