Εμβρόντητοι οι πολίτες παρακολουθούν το τελευταίο διάστημα τις συνεχείς αστοχίες της Αστυνομίας. Αποδράσεις υποδίκων και κατάδικων, πλήρης αποτυχία επαρκούς αστυνόμευσης ποδοσφαιρικών αγώνων, γκάφες σε αστυνομικές επιχειρήσεις. Το Σώμα και, κατ’ επέκταση, το κράτος γελοιοποιείται. Μακάρι να ήταν τυχαία, μεμονωμένα γεγονότα. Δεν είναι. Όταν ένας οργανισμός είναι σαθρός, τυχαίο γεγονός αποτελεί η μη ύπαρξη αστοχιών, όχι το αντίθετο.
Τον Δεκέμβριο του 2022, είχα την ευκαιρία να αναπτύξω τους προβληματισμούς μου για την Αστυνομία στην αντιπροσωπεία της Ομάδας GRECO του Συμβουλίου της Ευρώπης, η οποία βρισκόταν στην Κύπρο για τη σύνταξη έκθεσης για τη διαφθορά. Οι ανησυχίες μου έγιναν αντιληπτές από την Ομάδα GRECO και σχετικές συστάσεις περιλήφθηκαν στην έκθεσή της, ημερομηνίας 2.10.2023. Έκτοτε πέρασαν 15 μήνες χωρίς η Κυβέρνηση Χριστοδουλίδη να πράξει οτιδήποτε. Από την πρόσφατη συνέντευξη του Υπουργού Δικαιοσύνηςστον Φιλελεύθερο (26/1/2025) είναι σαφές ότι η Κυβέρνηση ούτε καν ασχολείται με αυτή την πτυχή. Ως να μην υπάρχει ως πρόβλημα.
Θέλω όμως να είμαι δίκαιος. Για τις ουκ ολίγες παθογένειες τηςΑστυνομίας δεν μπορεί να ευθύνεται η παρούσα Κυβέρνηση αποκλειστικά. Δεν θεωρώ ότι τα τελευταία δύο χρόνια η κατάσταση επιδεινώθηκε. Τουλάχιστον όχι ουσιωδώς. Απλώς αποτελεί νομοτέλεια ότι σε κάθε σαθρό οργανισμό κάποια στιγμή το απόστημα σπάει και το πύον ρέει.
Τι(ς) πταίει, λοιπόν;
Πάσχει η οργάνωση και η δομή του Σώματος; Είναι προβληματικός ο τρόπος διακυβέρνησης; Δεν έχουν πρωτόκολλα και διαδικασίες; Είναι ανίκανη ή διεφθαρμένη η ηγεσία (και δεν εννοώ φυσικά αυτήν που ανέλαβε πολύ πρόσφατα, η οποία δικαιούται πίστωση χρόνου); Είναι ανίκανοι ή διεφθαρμένοι οι αστυνομικοί των κατωτέρων θέσεων; Υπάρχουν αθέμιτες παρεμβάσεις από την πολιτική εξουσία και τα κόμματα; Υπάρχει έλλειψη προσωπικού; Υπάρχει αναξιοκρατία; Υπάρχει ανάγκη εκπαίδευσης του προσωπικού; Υπάρχει ανεπάρκεια σύγχρονου εξοπλισμού; Πάσχει το Σώμα από ανυπαρξία στρατηγικής, οράματος, στόχων, και μετρήσιμων δεικτών επιδόσεων;
Τον Σεπτέμβριο του 2020 η Αστυνομία είχε ανακοινώσει την υπογραφή δύο συμβολαίων με μεγάλο ελεγκτικό Οίκο για την αναδιοργάνωση και τον εκσυγχρονισμό της. Πρόσφατα, μιλώντας σε τηλεοπτική εκπομπή, ο τέως Υπαρχηγός ανάφερε ότι τα παραδοτέα εκείνων των συμβάσεων προχωρούν κανονικά. Είναι επαρκή αυτά που πρότεινε ο ελεγκτικός Οίκος; Όντως υλοποιούνται;
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει, εδώ και 25 χρόνια, προτείνει το Κοινό Πλαίσιο Αξιολόγησης (ΚΠΑ) ως ένα μοντέλο αυτο-αξιολόγησης των επιδόσεων ενός Δημόσιου Οργανισμού, βάσει των τεχνικών Διοίκησης Ποιότητας. Η δομή του ΚΠΑ αποτελείται από εννέα κριτήρια, τα οποία αναφέρονται στις βασικές πτυχές μιας οργάνωσης. Η Αστυνομία θα πρέπει, έστω και συμπληρωματικά των δράσεων που εισηγήθηκε ο ελεγκτικός Οίκος, να εφαρμόσει και το ΚΠΑ. Θα το κάνει;
Ο Γόρδιος Δεσμός
Ωστόσο, πέραν των τεχνικών συστάσεων για διορθωτικά μέτρα ευρείας κλίμακας, υπάρχει μια μείζων θεσμική-πολιτική στρέβλωση. Τη γνωρίζουμε όλοι, και αποτελεί μέρος της νοοτροπίας του «thisisCyprus»: Η συστηματική εμπλοκή της κεντρικής πολιτικής εξουσίας στην υπηρεσιακή λειτουργία της Αστυνομίας. Το είπε ξεκάθαρα ο πρώην Αρχηγός της Αστυνομίας Κύπρος Μιχαηλίδης, πρόσφατα: «Ήταν και είναι μεγάλο πρόβλημα οι πολιτικές παρεμβάσεις. Δηλαδή να μην ρωτάς αν ο αστυνομικός είναι καλός αλλά αν είναι δικός μας’’» (Καθημερινή, 9/1/25). Το αποτέλεσμα αυτής της ανεπίτρεπτης εμπλοκής είναι τα αμιγώς επαγγελματικά κριτήρια να υποτάσσονται στα κομματικά-πολιτικά, μειώνοντας, έτσι, το ηθικό των άξιων αστυνομικών, καταργώντας την αξιοκρατία, και, τελικά, απαξιώνοντας το ίδιο το Σώμα. Ουδεμία τεχνική βελτίωση δεν θα αποδώσει αν δεν αντιμετωπισθεί με τόλμη αυτή η θεσμική στρέβλωση.
Δείτε τι γίνεται σήμερα. Ο εκάστοτε Προέδρος της Δημοκρατίας παύει τον Αρχηγό της Αστυνομίας με ένα τηλεφώνημα, όπως παύει έναν Υπουργό του. Ο υπουργός Δικαιοσύνης διορίζει την ανώτερη ηγεσία του Σώματος και εγκρίνει τις επιλογές του Αρχηγού για τα χαμηλότερα επίπεδα της ιεραρχίας. Ο Πρόεδρος, και ιδίως ο αρμόδιος Υπουργός, έχουν τη δυνατότητα να ανακατευθούν στις προαγωγές στις χαμηλότερες τάξεις του Σώματος. Σε τέτοιες θεσμικές συνθήκες υπερπολιτικοποίησης, πώς μπορεί ο Αρχηγός να αποκρούει παρεμβάσεις του Προέδρου ή του υπουργού Δικαιοσύνης ή βουλευτών ή των αρχηγών κομμάτων; Δεν μπορεί. Όπως ομολόγησε ο προαναφερθείς πρώην Αρχηγός, ο επαγγελματισμός του υπονομεύεται από πολιτικές παρεμβάσεις.
Αν, συνεπώς, θέλουμε να κόψουμε τον Γόρδιο Δεσμό, ξέρουμε τι πρέπει να κάνουμε: Να κρατήσουμε την κομματική πολιτική εκτός Αστυνομίας και να ενισχύσουμε τον επαγγελματισμό του Σώματος. Πώς μπορούμε να το κάνουμε αυτό;
Ας ξεκινήσουμε από τα θεσμικώς ισχύοντα. Το Σύνταγμά μας προβλέπει τη σαφή διάκριση ανάμεσά στην πολιτική εξουσία και τη διοικητική λειτουργία του κράτους. Όπως θα ήταν απαράδεκτο να απολύει ο Πρόεδρος τον Γενικό Λογιστή ή τον γενικό διευθυντή Υπουργείου, ομοίως απαράδεκτο είναι να μπορεί να απολύσει τον Αρχηγό και Υπαρχηγό της Αστυνομίας. Όπως απαράδεκτο θα ήταν να ανακατεύεται κάποιος Υπουργός στις προαγωγές των δημοσίων υπάλληλων του Υπουργείου του (εξουσία που ανήκει μόνο στην ΕΔΥ), ομοίως απαράδεκτο είναι να ανακατεύεται ο υπουργός Δικαιοσύνης, ή όποιος άλλος πολιτικός, στις προαγωγές στην Αστυνομία. Γιατί είναι απαράδεκτο; Διότι, πρώτον, το κράτος δεν ανήκει σε καμία κυβέρνηση, δεύτερον, το κράτος οφείλει να έχει συνέχεια και θεσμική μνήμη, και, τρίτον, διότι η επαγγελματική κουλτούρα και τα υπηρεσιακά κριτήρια λειτουργίας του οργανισμού αλλοιώνονται με εξωγενείς (εν προκειμένω: κομματικές) παρεμβάσεις.
Η Αστυνομία θα πρέπει να κυβερνηθεί ως ένας σύγχρονος οργανισμός. Υπάρχει συναφής τεχνογνωσία διεθνώς, ιδιαίτερα από τις πιο προηγμένες αστυνομικώς χώρες, όπως λ.χ. η Βρετανία και η Ολλανδία. Πρώτη προϋπόθεση είναι να έχει η Αστυνομία μία αξιοκρατικά επιλεγμένη ηγεσία – καταρτισμένη, με όραμα και ικανότητες διοίκησης. Έχουμε δει την δυσκολία του Προέδρου της Δημοκρατίας να βρει αντικαταστάτη του προηγούμενου Αρχηγού και την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε. Ποιος σώφρων επαγγελματίας θα αναλάμβανε ένα πόστο, όπου από την μια δεν θα είχε πραγματική εξουσία να εφαρμόσει το όραμα του, ενώ, από την άλλη, θα ήταν υπόλογος συνεχώς για τις αστοχίες. Η εξουσία και η λογοδοσία είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Αν λείπει η δεύτερη έχουμε τη διαφθορά, αν λείπει η πρώτη έχουμε ένα ασπόνδυλο και ανίκανο Αρχηγό.
Μια αξιοκρατικά επιλεγμένη ηγεσία, θα πρέπει να είναι σε θέση να εκπονήσει και να υλοποιήσει ένα στρατηγικό πλάνο εκσυγχρονιστικών δράσεων. Για να τα καταφέρει θα πρέπει να έχει στη διάθεσή της το κατάλληλο προσωπικό, επιλεγμένο με επίσης αξιοκρατικά κριτήρια. Στους καλούς οργανισμούς, η αξιοκρατία είναι το οξυγόνο. Αν η ηγεσία επιλέγεται αξιοκρατικά, η αξία της αξιοκρατίας διαχέεται σε όλα τα επίπεδα. Χρειάζεται, επιπλέον, και επιστημονική κατάρτιση, τεχνολογική αναβάθμιση, σύγχρονη διοίκηση και διαρκής οργανωσιακή μάθηση. Αυτά τα εργαλεία δεν τα έχει με επάρκεια η ηγεσία της Αστυνομίας σήμερα. Ο κομματισμός, το ρουσφέτι και το βόλεμα καταστρέφουν τον ιστό του οργανισμού. Η τεχνολογική και διοικητική υστέρησή της είναι εμφανής.
Τι πρέπει, λοιπόν, να γίνει και πώς; Δεν χρειάζεται να επανεφεύρουμε τον τροχό. Ας μάθουμε από τις άριστες πρακτικές διεθνώς.
Σε όλους τους Οργανισμούς, ιδιωτικούς και δημόσιους, υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ Διακυβέρνησης (governance) και Διεύθυνσης (management). Η Διακυβέρνηση θέτει τους στόχους, ενώ η Διεύθυνση καταρτίζει τη στρατηγική, δημιουργεί συστήματα και διαδικασίες, και διοικεί το προσωπικό. Για αυτό ανέφερα παραπάνω το Κοινό Πλαίσιο Αξιολόγησης.
Εν προκειμένω, η Κυβέρνηση οφείλει να θέτει στους στόχους (μετρήσιμους και ποιοτικούς), με βάση τη λαϊκή εντολή που πήρε, και να αφήνει τη φυσική ηγεσία της Αστυνομίας να τους υλοποιεί. Ιδού μερικά παραδείγματα στόχων: Μείωση του ποσοστού εγκληματικότητας κατά 15% μέσα σε 3 χρόνια. Βελτίωση του χρόνου απόκρισης σε επείγουσες καταστάσεις κατά 20% σε τρία χρόνια. Βελτίωση της αντίληψης των πολιτών για το επίπεδο ασφάλειας που απολαμβάνουν κατά 20% σε τρία χρόνια κ.ο.κ..
Υποχρέωση της Κυβέρνησης είναι να ελευθερώσει τα χέρια της ηγεσίας της Αστυνομίας. Υποχρέωση της ηγεσίας είναι να ενεργοποιήσει τη νόμιμη εξουσία που της έχει δοθεί, σε συνθήκες σαφούς λογοδοσίας, για να πετύχει τους στόχους της Κυβέρνησης. Δεν ανακαλύπτουμε τον τροχό εδώ. Τον αφήνουμε να κυλήσει.
Η Διακυβέρνηση, όμως, είναι ευρύτερη από τη στοχοθεσία: αφορά στην κατανομή των εξουσιών σε έναν οργανισμό, θεσπίζοντας διαδικασίες επιλογής της ηγεσίας και ορίζοντας όργανα λογοδοσίας. Αν το μείζον πρόβλημα της Αστυνομίας μας, σήμερα, είναι, όπως προανέφερα, η θεσμική στρέβλωση που επιφέρει η κομματική-πολιτική ποδηγέτησή της, τότε αυτός είναι ο πυρήνας του Γόρδιου Δεσμού που πρέπει να κόψουμε.
Η βρετανική εμπειρία, χωρίς να είναι απαραίτητα η καλύτερη, είναι διδακτική. Στο βρετανικό σύστημα διακυβέρνησης της Αστυνομίας, τους Αρχηγούς (Chief Constables) των περιφερειακών Αστυνομικών Διευθύνσεων ορίζει (και παύει) ο τοπικά εκλεγμένος Αστυνομικός Επίτροπος, με τη σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου Αστυνομίας και Εγκλήματος. Ο Επίτροπος λογοδοτεί στο Συμβούλιο, το οποίο απαρτίζεται από τοπικά εκλεγμένους αξιωματούχους συν ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες. Στη Μητροπολιτική Αστυνομία του Λονδίνου, υπάρχουν μερικές διαφορές. Εκεί τον πρώτο λόγο έχει το Γραφείο Αστυνόμευσης και Εγκλήματος του Δημάρχου. Ο Δήμαρχος από κοινού με τον υπουργό Εσωτερικών, έχουν τον αποφασιστικό λόγο στο διορισμό του Αρχηγού της Μητροπολιτικής Αστυνομίας, σε ένα πλαίσιο εξισορροπητικών μηχανισμών λογοδοσίας.
Μια ευρύτερη έρευνα θα δείξει και άλλα μοντέλα Διακυβέρνησης. Δεν χρειάζεται να αντιγράψουμε κάποιο, αρκεί να συλλάβουμε την κεντρική ιδέα της σύγχρονης αστυνόμευσης και να την αναπτύξουμε στις δικές μας συνθήκες. Η κεντρική ιδέα είναι προφανής: Θεσμικός περιορισμός της δυνατότητας πολιτικών παρεμβάσεων, μέγιστη δυνατή αυτοτέλεια στη λειτουργία του Σώματος, απαιτητική λογοδοσία. Τονίζω, ιδιαίτερα, τη λογοδοσία. Αν ένα τέτοιο σύστημα υποστηριχθεί από την κεντρική πολιτική εξουσία και αφεθεί να λειτουργήσει για κάποιο καιρό, θα διαμορφώσει μια νοοτροπία υπερήφανου επαγγελματισμού, η οποία, βαθμιαία, θα εκτοπίσει τις κομματικές παρεμβάσεις.
Κουλτούρα και ηγεσία
Φυσικά τίποτα δεν είναι αυτονόητο – ακόμα και οι καλύτερες ιδέες ενδέχεται να διαστραφούν. Η νοοτροπία – η κουλτούρα – δεν επιβάλλεται, αλλά χτίζεται με υπομονή, επιμονή και υποδειγματικές ηγετικές συμπεριφορές. Γι’ αυτό, σε τελική ανάλυση, χρειάζεται ποιότητα πολιτικής ηγεσίας – την πολιτεία να διοικούν άνθρωποι με ακεραιότητα, επάρκεια, και το ήθος του αυτο-περιορισμού. Κανείς δεν μπορεί να μας προστατεύσει από τον κακό μας εαυτό, παρά μόνο η εγρήγορσή μας ως πολίτες.
*Τέως Γενικός Ελεγκτής της Δημοκρατίας, επισκέπτης καθηγητής Οικονομικών στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου
Πηγή: Φilenews