Table of Contents
Με τον πόλεμο των «12 ημερών» να μην τρομάζει τις αγορές και τους επενδυτές να εκλαμβάνουν την εκεχειρία μεταξύ Ισραήλ και Ιράν ως πράσινο φως για να επιστρέψουν σε πιο ριψοκίνδυνα περιουσιακά στοιχεία, αφήνοντας στην άκρη τις άμεσες ανησυχίες για ένα ενεργειακό σοκ, οι μετοχές παγκοσμίως, βάσει του σχετικού δείκτη MSCI Word, σημείωσαν νέα ιστορικά υψηλά, ενώ με βάση τους τοπικούς δείκτες ο MSCI Greece της χώρας μας σημειώνει φέτος την καλύτερη απόδοση παγκοσμίως (+53%).
Οι ελληνικές μετοχές κερδίζουν εξάλλου φέτος 25 δισ. ευρώ από την αρχή του έτους, ενώ ο Γενικός Δείκτης τουελληνικού Χρηματιστηρίου, με κέρδη 28% περίπου το α’ εξάμηνο, βρίσκεται στην 3η θέση των αποδόσεων παγκοσμίως, πίσω από τις αγορές της Σλοβενίας (SBI Top: +33,99%) και της Κορέας (KOSPI Korea: +29,54%).
Η ισχυρή ανάπτυξη
Οπως παρατηρούσαν μεγάλα «επενδυτικά σπίτια», η ισχυρή ανάπτυξη της Ελλάδας, στην περιοχή του 2% ετησίως για την περίοδο 2025-2027, αρκετά πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, και η δέσμευσή της για συνετή δημοσιονομική πολιτική δεν έχουν περάσει απαρατήρητες από τους διεθνείς επενδυτές, που αγοράζουν ελληνικά περιουσιακά στοιχεία, ή τους οίκους αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, οι οποίοι πλέον έχουν όλοι αποδώσει αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας στη χώρα.
Σε συνδυασμό με μια περίοδο πολιτικής σταθερότητας, η Ελλάδα, όπως αναφέρεται, είναι έτοιμη να κάνει ένα παραπάνω βήμα με στόχο την ανάκτηση της πιστοληπτικής αξιολόγησης «Α» την οποία κατείχε (Α-) πριν από τη χρεοκοπία, την ώρα μάλιστα που ο δείκτης χρέους θα μειωθεί κάτω από το 130% του ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια, σε επίπεδα χαμηλότερα της Ιταλίας.
Ωστόσο, δύο είναι οι κυρίαρχες εκτιμήσεις μεταξύ των διεθνών επενδυτών για τη μελλοντική πορεία της οικονομίας:
1 Η πρώτη αναφέρει πως το θετικό κλίμα και ο κύκλος επενδύσεων σε κεφαλαιουχικές δαπάνες θα μετατραπούν σε «φαινόμενο χιονοστιβάδας», καθιστώντας την Ελλάδα μία καλή ιστορία ανάπτυξης στην Ευρώπη για την επόμενη δεκαετία.
2 Η δεύτερη, ωστόσο, υποστηρίζει πως θα είναι δύσκολο για την οικονομία να διατηρήσει την απόδοσή της μετά το πέρας του Ταμείου Ανάκαμψης και τον περιορισμό των ευρωπαϊκών διαρθρωτικών ταμείων, που αποτελούν μια εξωγενή έκτακτη στήριξη, και να εξαλειφθεί τελικά η δυναμική της ελληνικής οικονομίας, η οποία θα μπορούσε να σημειώσει πλέον ανάπτυξη κάτω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, παρά το γεγονός ότι βίωσε μία 10ετία υποεπένδυσης εξαιτίας της χρεοκοπίας.
Από την άλλη πλευρά, όπως αναμενόταν, η MSCI, ο μεγαλύτερος πάροχος δεικτών, τον οποίο ακολουθεί ως δείκτη αναφοράς το 70% των funds παγκοσμίως, δεν ενέταξε το ελληνικό Χρηματιστήριο σε λίστα παρακολούθησης (watchlist) για αναβάθμιση στις ανεπτυγμένες αγορές, καθώς δεν πληρούσε τις νέες απαιτήσεις διατηρησιμότητας μεγέθους και ρευστότητας, αφού με βάση τα νέα κριτήρια, που προβλέπουν τουλάχιστον πέντε εταιρείες μίας υπό ένταξη αγοράς να διαθέτουν κεφαλαιοποίηση περίπου 6 δισ. ευρώ και ελεύθερη διασπορά περίπου 3 δισ. ευρώ, για οκτώ όμως συνεχόμενα τρίμηνα, ήταν δύσκολο ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Ετσι, σημαντική παράμετρος είναι να δημιουργηθεί μία κρίσιμη μάζα εταιρειών γύρω από αυτές τις κεφαλαιοποιήσεις, τη στιγμή μάλιστα που μία μεγάλη σε κεφαλαιοποίηση εισηγμένη, η Metlen, θα έχει οσονούπω ως κύρια αγορά το Λονδίνο (όπως και η Coca Cola HBC) και δεν θα μπορεί έτσι να ενταχθεί στους ελληνικούς δείκτες της MSCI.
Ευθυγράμμιση
Η ελληνική αγορά εμφανίζει όμως πρόοδο στην ευθυγράμμιση με τα πρότυπα προσβασιμότητας που παρατηρούνται συνήθως στις ανεπτυγμένες αγορές της Ευρώπης. Επιπλέον, πληροί τα οικονομικά κριτήρια ανάπτυξης για την κατάταξη στις ανεπτυγμένες αγορές, ενώ σημαντική είναι η οπτική πολλών διεθνών θεσμικών επενδυτών, οι οποίοι ολοένα και περισσότερο βλέπουν την Ευρώπη των ανεπτυγμένων αγορών ως ένα συνεκτικό και ενοποιημένο επενδυτικό τοπίο.
Ετσι σημείο-κλειδί είναι πώς «βλέπουν» την Ελλάδα κορυφαία επενδυτικά σπίτια, όπως π.χ. η Capital ή Fidelity, κάτι που ίσως οδηγήσει σε ταχύτερη επανένταξη του ελληνικού χρηματιστηρίου στις ανεπτυγμένες αγορές, στις οποίες βρισκόταν για 12 χρόνια προτού υποβαθμιστεί τον Νοέμβριο του 2013.
Διεθνώς, η πτώση των τιμών του πετρελαίου, μετά και τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, είναι καλά νέα για την παγκόσμια ανάπτυξη και τον πληθωρισμό, δίνοντας ενδεχομένως στις κεντρικές τράπεζες κάποιο περιθώριο για να μειώσουν και άλλο τα επιτόκια, ενώ το δολάριο επέστρεψε σε πολυετή χαμηλά, υποχωρώντας 10,5% φέτος, καθώς η ανανεωμένη ανησυχία για την ανεξαρτησία της Fed επανήλθε μετά τις φήμες ότι ο Τραμπ εξετάζει το ενδεχόμενο να ανακοινώσει νωρίτερα από ό,τι αναμενόταν τον υποψήφιο νέο πρόεδρο της Fed, επιλέγοντας κάποιον πιο πρόθυμο να προχωρήσει σε μειώσεις επιτοκίων.
Το εμπορικό μέτωπο
Το ενδιαφέρον των αγορών αναμένεται να στραφεί επίσης σύντομα στο εμπορικό μέτωπο, καθώς η 90ήμερη παράταση για τους ανταποδοτικούς δασμούς λήγει στις 9 Ιουλίου, με αξιωματούχους της αμερικανικής κυβέρνησης να αναφέρουν ότι οι ΗΠΑ βρίσκονται πολύ κοντά σε εμπορικές συμφωνίες με πολλές χώρες, αλλά τα στοιχεία δείχνουν πως δεν υπάρχει συμφωνία ούτε με την Ευρώπη ούτε με την Ιαπωνία, ενώ οι κίνδυνοι αστάθειας των τιμών του πετρελαίου ή πιθανών νέων δασμολογικών σοκ θα μπορούσαν να διαταράξουν τον εφησυχασμό της αγοράς και να πυροδοτήσουν νέα αναταραχή.
Καθώς πάντως τα γεωπολιτικά σοκ έχουν βραχύβιες επιπτώσεις στις χρηματιστηριακές αγορές, οι οποίες κινούνται ανοδικά μεσοπρόθεσμα, εκτός εάν οι εξελίξεις επηρεάσουν άμεσα την οικονομία μέσω της εκτίναξης των τιμών ενέργειας, όπως κατά την περίοδο των πετρελαϊκών κρίσεων του ’70 και ειδικότερα στον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ (1973), που οδήγησε σε έκρηξη των τιμών του πετρελαίου, και κατά την περίοδο της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022, που εκτίναξε τις τιμές του φυσικού αερίου κατά την περίοδο του τελευταίου «12ήμερου πολέμου», οι αγορές ήταν ψύχραιμες.
Ο μαύρος χρυσός
Οι τιμές του πετρελαίου Brent, αυξήθηκαν από κάτω από τα 70 δολάρια το βαρέλι στις 12 Ιουνίου, την ημέρα πριν από την αρχική επίθεση του Ισραήλ στο Ιράν, ως τα 81,40 δολάρια στις 23 Ιουνίου, μετά τις επιθέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών στις ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις, αλλά μειώθηκαν απότομα την ίδια ημέρα, αφού κατέστη σαφές ότι τα αντίποινα του Ιράν εναντίον της Ουάσιγκτον ήταν ουσιαστικά μια πράξη αποκλιμάκωσης, υποχωρώντας κάτω από τα προπολεμικά επίπεδα, στα 67 δολάρια. Οταν εξάλλου το Ιράν άρχισε να εκτοξεύει πυραύλους προς μια αμερικανική αεροπορική βάση στο Κατάρ, οι traders πετρελαίου αντέδρασαν – όχι αγοράζοντας, αλλά πουλώντας, με την τιμή του μαύρου χρυσού να σημειώνει τη μεγαλύτερη ημερήσια πτώση (-7,2%) σχεδόν τριών ετών.
Ευρωπαϊκή οικονομία: Πόσο επηρεάζει η αύξηση των αμυντικών δαπανών
Μπορεί οι χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ να προχώρησαν σε αύξηση των αμυντικών δαπανών σε τουλάχιστον 3,5% του ΑΕΠ για τις stricto sensu – αμιγώς στρατιωτικές δαπάνες – και 1,5% επιπλέον για τις επενδύσεις στον τομέα της ασφάλειας, δηλαδή συνολικά από το 2% στο 5% του ΑΕΠ ως το 2035, αναλυτές της αγοράς ωστόσο εκτιμούν πως από την κοινή δέσμευση ως την πραγματικότητα της κατάστασης, η οποία έχει οδηγήσει τις κυβερνήσεις είτε να υπόσχονται χρήματα που δεν έχουν είτε να διστάζουν να ξοδέψουν, υπάρχει μεγάλη απόσταση.
Σύμφωνα π.χ. με τις εκτιμήσεις της Deutsche Bank, ακόμη και αν η Γερμανία αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες στα 110 δισ. ευρώ το 2026 (από 80 δισ. ευρώ σήμερα), αυτό σημαίνει ότι σε σχέση με το ΑΕΠ θα φθάσουν μόλις στο 2,4% από 2,1% το 2024. Ενα μεγαλύτερο πρόβλημα προέρχεται από την Ιταλία και την Ισπανία, οι οποίες διέθεσαν πέρυσι μόνο 1,5% και 1,3% του ΑΕΠ τους αντίστοιχα. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο του Κιέλου για την Παγκόσμια Οικονομία (Kiel Institute for the World Economy), με τον τρέχοντα ρυθμό αύξησης των αμυντικών δαπανών θα χρειαστούν αρκετές δεκαετίες για να είναι η Ευρώπη έτοιμη για πόλεμο.
Θετική επίδραση
Από την άλλη πλευρά, η ING συμφωνεί πάντως με την εκτίμηση της Κομισιόν πως η αύξηση των ευρωπαϊκών αμυντικών δαπανών θα έχει θετική επίπτωση στο ΑΕΠ κατά 0,3-0,6% έως το 2028. Η θετική επίδραση στο ΑΕΠ είναι υψηλότερη εάν οι πρόσθετες δαπάνες χρηματοδοτούνται από χρέος, κάτι που αναμένεται να συμβεί τα πρώτα δύο χρόνια. Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου θα πρέπει να καλύπτονται από επαναλαμβανόμενα κρατικά έσοδα ή περικοπές δαπανών αλλού και αυτό σημαίνει πως σταδιακά η θετική επίδραση στο ΑΕΠ θα μειωθεί.
Οι Εκθέσεις Ντράγκι και Λέτα επισημαίνουν πάντως πως η εξοικονόμηση από μια κοινή προσέγγιση στην άμυνα έχει εκτιμηθεί από 18 έως 57 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως, ενώ συνολικά το σημαντικότερο αποτέλεσμα των κοινών αγορών είναι ότι με το ίδιο ποσό δαπανών αγοράζεται μεγαλύτερη ασφάλεια. Σύμφωνα με την ING, ο τρόπος με τον οποίο το εμπόριο και η άμυνα επηρεάζουν τους Ευρωπαίους είναι εντελώς διαφορετικός.
Ο αντίκτυπος του εμπορικού πολέμου προέρχεται από τη χαμηλότερη αύξηση της απασχόλησης και της αγοραστικής δύναμης βραχυπρόθεσμα. Οι υψηλότερες αμυντικές δαπάνες επηρεάζουν τα νοικοκυριά μέσω της επιδείνωσης των δημόσιων υπηρεσιών, της κοινωνικής ασφάλισης ή των υψηλότερων φόρων. Ετσι, ένα επαναλαμβανόμενο 1,5% έως 3% του ΑΕΠ για την άμυνα αποτελεί πολύ μεγαλύτερη οικονομική πρόκληση από την εφάπαξ επίδραση του εμπορικού πολέμου, που κυμαίνεται κάτω του 1% του ΑΕΠ.
Αυτό το άρθρο αναδημοσιεύεται από το : ToVima.gr