Table of Contents
Δύο νεαροί δικηγόροι βγαίνουν ένα ανοιξιάτικο μεσημέρι του 2010 από το υπόγειο του Δικαστικού Μεγάρου Θεσσαλονίκης κουβαλώντας στα χέρια τους μία μεγάλη μαύρη σακούλα σκουπιδιών που περιέχει ένα πολυκαιρισμένο χαρτοκιβώτιο. Δεν είναι μια συνηθισμένη εικόνα στην καθημερινότητα των δικαστηρίων και μέχρι να επιβιβαστούν σε ένα αυτοκίνητο που τους περιμένει έξω από το κτίριο κινούνται γρήγορα, φοβούμενοι ακόμη και κάποιον έλεγχο από αστυνομικούς που περιπολούν στην περιοχή.
Το πολύτιμο αυτό «αντικείμενο» φτάνει λίγα λεπτά αργότερα σε ένα δικηγορικό γραφείο, στην περιοχή Αντιγονιδών. Εκεί οι δύο νέοι δικηγόροι βεβαιώνονται ότι μόλις έχουν καταφέρει να διασώσουν ένα πολύτιμο ιστορικό τεκμήριο της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής ιστορίας. Εχουν στα χέρια τους τα ρούχα που φορούσε ο βουλευτής της ΕΔΑ Γρηγόρης Λαμπράκης όταν δέχτηκε τη δολοφονική επίθεση από παρακρατικούς, στις 22 Μαΐου 1963, στη συμβολή των οδών Βενιζέλου και Ερμού. Αποστολή… εξετελέσθη!
- Γρηγόρης Λαμπράκης: Η δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ και όσα ακολούθησαν
Οι δικηγόροι Χρήστος Λαμπάκης και Γιώργος Σάρλης, οι οποίοι μετά την «επιχείρηση» διάσωσης των πειστηρίων από τη δίκη για τη δολοφονία Λαμπράκη είχαν ζητήσει να παραμείνουν σε καθεστώς ανωνυμίας, για πρώτη φορά διηγούνται δημόσια το πώς «έδρασαν» και κατάφεραν να γλιτώσουν από τη λήθη των υπογείων και την επικείμενη… πολτοποίηση το ματωμένο πουκάμισο του μαραθωνοδρόμου της Ειρήνης, στο οποίο παραμένουν ανεξίτηλες οι κηλίδες ενός πολιτικού εγκλήματος που συντάραξε τη χώρα.
Φωτογραφία Σάκης Μητρολίδης
Η ιστορική στήλη του Βήματος στο inbox σου
Γίνε μέλος του καθημερινού newsletter που αποκαλύπτει όσα συμβαίνουν στο πολιτικό παρασκήνιο και απόκτησε πρόσβαση σε αποκλειστικό περιεχόμενο. ΕΓΓΡΑΦΗ
Ο Χρήστος Λαμπάκης (πάνω) στο γκαράζ του Δικαστικού Μεγάρου, από το οποίο φυγάδευσε το 2010 τα τεκμήρια της δίκης Λαμπράκη, μαζί με τον Γιώργο Σάρλη (κάτω), που φωτογραφίζεται έξω από το Μουσείο Μπενάκη, όπου φυλάσσονται σήμερα τα κειμήλια
Φωτογραφία Σίσσυ Μόρφη
«Φοβόμασταν…»
«Ευχαριστούμε τους αγνώστους που συνέβαλαν στη διάσωση των συγκλονιστικών τεκμηρίων» ανέφερε σε δηλώσεις του ο Τριαντάφυλλος Μηταφίδης, τότε γραμματέας της Εταιρείας Διάσωσης Ιστορικών Αρχείων, όπως καταγράφεται σε δημοσιεύματα της εποχής.
«Είχαμε ένα μεγάλο άγχος, μάλλον επειδή είμαστε και δικηγόροι και προφανώς ενδεχομένως να υπήρχαν και ποινικά αδικήματα, όπως κλοπή και υπεξαγωγή εγγράφων. Ενας από τους βασικούς όρους όταν τα παραδώσαμε ήταν να μην αποκαλυφθούν τα ονόματά μας. Συμπληρώνονται 15 χρόνια από την πράξη μας, οπότε όποιο αδίκημα και να είχαμε κάνει, σήμερα έχει παραγραφεί. Τότε ήμασταν πολύ νέοι. Εγώ το 2008 άρχισα να ασκώ το επάγγελμα. Φοβόμασταν. Τώρα αν μου έλεγες ότι θα δικαστώ για μια τέτοια υπόθεση, θα το θεωρούσα παράσημο. Σε κάθε περίπτωση, η στάθμιση που κάναμε μέσα μας ήταν προφανώς υπέρ της διάσωσής τους καθώς αφορούσε στη σύγχρονη πολιτική ιστορία της Θεσσαλονίκης και της χώρας. Πιστεύαμε ότι τα ιστορικά τεκμήρια αυτά ανήκαν και ανήκουν σε όλον τον ελληνικό λαό» λέει χαμογελώντας στο «Βήμα» ο Χρήστος Λαμπάκης.
«Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι έχουμε ένα είδος υπεξαγωγής δικαστικού εγγράφου. Ωστόσο επρόκειτο για ένα δικαστικό έγγραφο το οποίο πια δεν είχε κανέναν προορισμό, καμιά χρήση και ήταν έτοιμο να καταστραφεί. Αρα κατά τεκμήριο δεν είχε ούτε σε επίπεδο αρχείου κάποια χρήση και τέλος πάντων η σωστική ενέργεια ενός ιστορικού τεκμηρίου θα αναιρούσε, θα ήρε κάθε υπόνοια ύπαρξης άδικης πράξης. Τους είπαμε παρ’ όλα αυτά ότι δεν θέλουμε να γίνει καμία αναφορά στο όνομά μας, ότι δεν θέλουμε να διαρρεύσει ποιος τα έσωσε» συμπληρώνει ο Γιώργος Σάρλης, ο δεύτερος δράστης της «κλοπής» των πειστηρίων της δίκης Λαμπράκη.
- Πώς αντέδρασε ο διεθνής Τύπος στη δολοφονία Λαμπράκη
«Συνεργός» ένας δικαστικός υπάλληλος
Την εποχή εκείνη η επιτροπή διοίκησης του Εφετείου Θεσσαλονίκης είχε αποφασίσει ότι πρόκειται να πολτοποιηθούν οι ογκώδεις στοίβες σκονισμένων δικαστικών εγγράφων και πειστηρίων που χρονολογούνταν από το 1914, με σκοπό να αποσυμφορηθεί ο υπόγειος χώρος του Δικαστικού Μεγάρου όπου φυλάσσονταν. Η πληροφορία για τα πειστήρια από τη δίκη Λαμπράκη δόθηκε από έναν δικαστικό υπάλληλο, ο οποίος είχε πρόσβαση στον χώρο φύλαξής τους.
«Μας προσέγγισε ένας παλαιότερος συνάδελφος και μας ρώτησε αν είμαστε διατεθειμένοι να οργανώσουμε κάτι προκειμένου να σώσουμε αυτό το αρχείο. «Εννοείται» απαντήσαμε αμέσως. Στη συνέχεια μας έφερε σε επαφή με έναν υπάλληλο του Εφετείου. Δεν ξέρω καν πού βρίσκεται τώρα αυτός ο άνθρωπος, έχω να τον δω χρόνια» λέει ο Χρήστος Λαμπάκης.
Ο δικαστικός υπάλληλος συνεννοήθηκε με τους δύο νεαρούς δικηγόρους και αφού τους έδωσε πρόσβαση στον χώρο, αποχώρησε. «Με τον χρόνο που έχει περάσει νομίζω δεν υπάρχει ευθύνη για κανέναν και δεν ξέρω αν ακόμη εργάζεται εκεί αυτός ο άνθρωπος. Ούτε τότε έμαθα το όνομά του. Ηταν ένας άνθρωπος με τον οποίο γνωριστήκαμε εντελώς περιστασιακά. Θυμάμαι, κατεβήκαμε με το ασανσέρ στα υπόγεια του Δικαστικού Μεγάρου, μας είπε πού περίπου θα το βρίσκαμε και αυτός αποχώρησε. Δεν τον θυμάμαι να είναι στον χώρο» λέει ο κ. Σάρλης.
«Σαρακοφαγωμένα» ανάμεσα σε… σπαθιά!
Οι δύο νεαροί δικηγόροι αρχίζουν να ψάχνουν στο σκοτεινό και σκονισμένο υπόγειο κοντά στον σωρό από κούτες και πειστήρια που τους είχε υποδείξει ο δικαστικός υπάλληλος. «Μπήκαμε στον χώρο αυτόν, όπου δεν μπορείς να φανταστείς τι είχε ως πειστήρια. Ακόμη και σπαθιά (!) είδαμε. Τότε αρχίζουμε και ψάχνουμε. Είχαμε την πληροφορία πού μπορεί να είναι, και πράγματι βρίσκουμε ένα χαρτοκιβώτιο δεμένο με σχοινί σε σχήμα σταυρού και επάνω είχε τα έγγραφα της δεκαετίας του ’60 που παρέπεμπαν στη δίκη Λαμπράκη. Είχε σκόνες, έντομα ό,τι μπορείς να φανταστείς» διηγείται ο κ. Λαμπάκης.
Τοποθετούν το φθαρμένο χαρτοκιβώτιο σε μία μεγάλη μαύρη πλαστική σακούλα και ακολουθούν τον δρόμο διαφυγής που τους είχε υποδείξει ο δικαστικός υπάλληλος. «Μας είχε πει ότι υπήρχε μια πόρτα η οποία σε οδηγούσε σε ένα πάρκινγκ υπόγειο του μεγάρου από το οποίο έβγαινες στο πλάι του κτιρίου. Υπήρχε ένα άγχος για το πώς θα βγούμε από εκεί πέρα μέσα, μη μας ρωτήσει κάποιος κάτι. Εκεί που θα βγαίναμε στάθμευαν και αστυνομικοί. Τελικά το βγάλαμε και το μεταφέραμε στο γραφείο του Χρήστου» αναφέρει ο Γιώργος Σάρλης.
Στο γραφείο οι δικηγόροι όταν άνοιξαν το χαρτοκιβώτιο διαπιστώνουν ότι περιείχε μέσα και τα ρούχα του βουλευτή της ΕΔΑ Γιώργη Τσαρουχά, ο οποίος την ημέρα της δολοφονικής επίθεσης στον Γρηγόρη Λαμπράκη είχε δεχτεί επίθεση με γκλοπ και τελικά δολοφονήθηκε πέντε χρόνια αργότερα. «Ανοίξαμε το κουτί και βγάλαμε τα ρούχα. Ηταν σε άθλια κατάσταση, σαρακοφαγωμένα. Το πουκάμισο του Λαμπράκη είχε ακόμη λεκέδες αίματος στον γιακά του. Ηταν πάρα πολύ ταλαιπωρημένα τα ρούχα. Τα ξανακλείσαμε μέσα στο κουτί και δεν τα ακουμπήσαμε ξανά για να μην τα αλλοιώσουμε» προσθέτει ο κ. Σάρλης.
«Αναγκαστήκαμε να το κλέψουμε»
Σε κάθε επέτειο της δολοφονίας Λαμπράκη οι δύο δικηγόροι θυμούνται την «παράνομη» δράση τους με συγκίνηση και υπερηφάνεια. «Αναγκαστήκαμε να το «κλέψουμε», και αυτό είναι το τραγελαφικό της ιστορίας. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος να διασωθούν τα πειστήρια αυτής της ιστορικής δίκης. Μετά από εκείνο το άγχος του ποινικού αδικήματος, το οποίο ενδεχομένως διαπράξαμε, τώρα θεωρούμε ότι ήταν ιστορικό χρέος μας και ότι είμαστε τυχεροί που μας δόθηκε η ευκαιρία να συμβάλουμε στη διάσωση αυτών των πειστηρίων. Σώθηκε ένα ιστορικό τεκμήριο που είναι κτήμα όλης της χώρας» λέει ο Χρήστος Λαμπάκης.
«Συνδεθήκαμε με κάποιον τρόπο με αυτό που βλέπαμε στην ταινία «Ζ», με αυτό που διαβάζαμε στο βιβλίο του Βασιλικού, με αυτό που ακούγαμε στα συνθήματα στους δρόμους με τον άνθρωπο που έχει δώσει το όνομά του σε δρόμους, σε πορείες ειρήνης, στη δημοκρατική νεολαία. Με κάποιον τρόπο συνδεθήκαμε με ένα πρόσωπο-μύθο για τον χώρο της Αριστεράς. Αυτό μας έδινε μεγάλη περηφάνια και μας συγκινούσε κιόλας» συμπληρώνει ο Γιώργος Σάρλης.
Τα ρούχα του Γρηγόρη Λαμπράκη, το αιματοβαμμένο πουκάμισο, η φανέλα, το κοστούμι και ένα μόνο παπούτσι δόθηκαν από τους δύο δικηγόρους στην Εταιρεία Διάσωσης Ιστορικών Αρχείων. Στη συνέχεια συντηρήθηκαν στα εργαστήρια υφάσματος του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου και σήμερα βρίσκονται στο Μουσείο Μπενάκη.
Πηγή: To Vima