Στην Ουάσινγκτον, υπάρχει ένα ευρύ, διακομματικό ενδιαφέρον για την αντιμετώπιση των ελαττωματικών εμπορικών σχέσεων των ΗΠΑ με την Κίνα, τον κύριο παγκόσμιο αντίπαλό μας για οικονομική και στρατιωτική κυριαρχία.
Είναι λοιπόν περίεργο που ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ξεκίνησε επίσημα αυτή την εβδομάδα τον διεθνή εμπορικό πόλεμο των λέξεων αντιμετωπίζοντας τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου “με το γάντι”. Αυτό που είναι ακόμη πιο παράξενο είναι ότι ο Τραμπ έστρεψε τα πρώτα του πυρά κατά του Μεξικού και του Καναδά, φίλων και γειτόνων της Αμερικής.
Και οι δύο χώρες έχουν υπογράψει την Εμπορική Συμφωνία Ηνωμένων Πολιτειών-Μεξικού-Καναδά, ένα “παιδί” του Τραμπ, το οποίο ο πρόεδρος χαιρέτισε ως την “πιο δίκαιη, ισορροπημένη και σύγχρονη εμπορική συμφωνία που έχει επιτευχθεί ποτέ”. Και ενώ τα εμπορικά ελλείμματα της Βόρειας Αμερικής έχουν αυξηθεί από τότε που τέθηκε σε ισχύ το 2020, οι χώρες-εταίροι είχαν κάθε πρόθεση να επανεξετάσουν τη συμφωνία το 2026 για να αντιμετωπίσουν τις αντιληπτές αδυναμίες. Ο Τραμπ φαίνεται να τις έχει επιλέξει επειδή είναι βολικοί αποδιοπομπαίοι τράγοι που χρειάζονται τις ΗΠΑ και εκφοβίζονται εύκολα. Κατά το Τραμπ 1.0, μια παρόμοια περίοδος “Sturm und Drang” (Θύελλα και Ορμή) κορυφώθηκε με την εμπορική συμφωνία – επιτρέποντάς του να εκπληρώσει μια πολιτική υπόσχεση προς τους υποστηρικτές του, ακόμη και όταν ουσιαστικά απλώς αναβάθμισε και επικαιροποίησε τη Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου Βόρειας Αμερικής ή NAFTA. Είναι κατανοητό ότι μπορεί να θέλει να δοκιμάσει ξανά μια παρόμοια “φόρμουλα”, αλλά παίζει με τη φωτιά χρησιμοποιώντας την τακτική αυτή για δεύτερη φορά.
Πρώτον, οι γείτονες των ΗΠΑ στη Βόρεια Αμερική είναι εξοικειωμένοι με το εγχειρίδιο του Τραμπ. Ο Καναδάς έχει ήδη καταρτίσει έναν κατάλογο πολιτικά ευαίσθητων αμερικανικών εισαγωγών που θα μπορούσε να δασμολογήσει ως απάντηση, και το Bloomberg News αναφέρει ότι περιλαμβάνει προϊόντα όπως ο χυμός πορτοκαλιού της Φλόριντα και το μπέρμπον του Κεντάκι. Η λίστα που κατά πάσα πιθανότητα συντάσσει το Μεξικό είναι σίγουρα παρόμοια. Αυτές οι κινήσεις “οφθαλμός αντί οφθαλμού” μπορεί να φαίνονται εκ πρώτης όψεως ως μικρής σημασίας, ωστόσο η ευρύτερη ροή του εμπορίου κάθε άλλο παρά ασήμαντη είναι.
Ο Καναδάς και το Μεξικό είναιοι δύο μεγαλύτερες ξένες αγορές της Αμερικής, που αντιστοιχούν στο ένα τρίτο του συνόλου των αμερικανικών εξαγωγών. Όπως έχει επισημάνει ο συνάδελφός μου στο Bloomberg Opinion Liam Denning, οι ΗΠΑ θα είχαν εμπορικό πλεόνασμα με τον Καναδά αν δεν υπήρχε το πετρέλαιο. Η έρευνα σχετικά με τους ανταποδοτικούς δασμούς κατά την πρώτη θητεία του Τραμπ έδειξε ότι οδήγησαν σε χαμηλότερες τιμές και όγκους εξαγωγών των ΗΠΑ, χαμηλότερη απασχόληση στη μεταποίηση και λιγότερες θέσεις εργασίας, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Goldman Sachs. Με δεδομένο ότι αυτοί συνήθως στοχεύουν σε τομείς όπου μπορούν να προκαλέσουν τη μεγαλύτερη πολιτική ή οικονομική ζημιά, το Μεξικό και ο Καναδάς θα μπορούσαν να στοχεύσουν μεταξύ άλλων τα αυτοκίνητα που παράγονται στις ΗΠΑ, τα αγροτικά και χημικά προϊόντα.
Οι ΗΠΑ έχουν σίγουρα τη μεγαλύτερη διαπραγματευτική δύναμη, αλλά η άσκησή της αυτή τη φορά θα έχει μεγαλύτερο πολιτικό κόστος. Όταν ο Τραμπ επέβαλε την επαναδιαπραγμάτευση της NAFTA στην πρώτη του θητεία, ο πληθωρισμός ήταν περίπου στο 2% και τα επιτόκια των 30ετών ενυπόθηκων δανείων ήταν περίπου στο 4%. Αν είχε επιλέξει να ακολουθήσει τις υπερβολικές απειλές του για δασμούς της τάξης του 25%, οι καταναλωτές των ΗΠΑ αναμφισβήτητα θα είχαν απορροφήσει το πλήγμα.
Τον Νοέμβριο, ο Τραμπ εξελέγη από μια Αμερική που είχε κουραστεί από τον πληθωρισμό. Ο δείκτης τιμών καταναλωτή είναι αυξημένος κατά περίπου 2,9% σε σχέση με το περασμένο έτος και τα επιτόκια των ενυπόθηκων δανείων εξακολουθούν να είναι γύρω στο 7%. Όπως γνωρίζουν ο Τραμπ και οι συνομιλητές του στις διαπραγματεύσεις, οι ψηφοφόροι δεν θα έβλεπαν με καλό μάτι τις αυξήσεις των τιμών για τα μεξικανικά αυτοκίνητα ή τα προϊόντα των σούπερ μάρκετ ή μια αύξηση των τιμών στις αντλίες που θα προέκυπτε από δασμούς στο καναδικό πετρέλαιο. Ούτε θα εκτιμούσαν τη συνεχιζόμενη ανοδική πίεση στα επιτόκια των ενυπόθηκων δανείων που μπορεί να προκύψει από ενδείξεις κολλώδους πληθωρισμού ή αναζωπύρωσης του.
Η άσκηση της ικανότητας της Αμερικής να πλήττει οικονομικά τους γείτονές της θα είχε και άλλο κόστος. Η εγκληματικότητα και η μετανάστευση ήταν οι ακρογωνιαίοι λίθοι της πολιτικής ατζέντας του Τραμπ -ακόμη περισσότερο από το εμπόριο- και ο Τραμπ θα διακινδύνευε να υπονομεύσει τους δικούς του στόχους οδηγώντας τους γείτονες σε οικονομική επιβράδυνση ή ύφεση, ιδίως το Μεξικό. Ο νότιος γείτονας της Αμερικής στέλνει περίπου το 80% των εξαγωγών του στις ΗΠΑ και ένας ολοκληρωτικός εμπορικός πόλεμος θα ενίσχυε το κίνητρο για τους Μεξικανούς της εργατικής τάξης να αναζητήσουν εργασία στην Αμερική. Στη χειρότερη περίπτωση, θα μπορούσε ακόμη και να αυξήσει τον αριθμό των εργαζόμενων στα καρτέλ των ναρκωτικών, εάν η επίσημη οικονομία παραπαίει.
Τέλος, οι ΗΠΑ κινδυνεύουν να αποξενωθούν από δύο μεγάλους και σημαντικούς συμμάχους σε μια εποχή που ο κόσμος έχει γίνει πιο επικίνδυνος, και καλά θα κάνουμε να κρατήσουμε τους φίλους μας στο πλευρό μας. Αυτό γενικά ξεφεύγει από τις αρμοδιότητές μου ως αρθρογράφου για θέματα αγορών και οικονομικά. Όμως ο Hal Brands, συνάδελφος του Bloomberg Opinion και διακεκριμένος καθηγητής στη Σχολή Προηγμένων Διεθνών Σπουδών του Πανεπιστημίου Johns Hopkins, έγραψε πρόσφατα ότι υπάρχει κάποια λογική πίσω από την ιδέα της επαναδραστηριοποίησης της ηγεσίας των ΗΠΑ στην αμερικανική ήπειρο. Ο Brands λέει ότι οι στενότεροι δεσμοί στο εμπόριο, τις επενδύσεις και την ασφάλεια είναι “ευκολάκι”. Το πρόβλημα είναι ότι ο Τραμπ κυβερνά με εξωφρενικές απειλές αντί για διπλωματία, πλήττοντας τις σχέσεις και υπονομεύοντας το ηθικό κύρος της Αμερικής να αντισταθεί στον εκφοβισμό από χώρες όπως η Ρωσία ή η Κίνα.
Ακόμα πιο συγκεχυμένο είναι το γιατί ο Τραμπ φαίνεται να έχει υποβαθμίσει την Κίνα. (Μια θεωρία: Προσπαθεί να το παίξει “καλός αστυνομικός” προς το παρόν, καθώς πιέζει για μια συμφωνία για τη μεταφορά του TikTok σε αμερικανικά χέρια. Θα μείνω σε αυτό, επειδή δεν έχω καμία καλύτερη ιδέα).
Με τον Τραμπ, οι δασμοί φαίνεται να έχουν αναδειχθεί ως το αμβλύ εργαλείο του για την αντιμετώπιση κάθε προβλήματος – οικονομικού ή άλλου. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο Τραμπ μπορεί πράγματι να βλέπει μια ευκαιρία να αυξήσει τα έσοδα. Σε άλλες, μπορεί να σκοπεύει πρωτίστως να περιορίσει τις εμπορικές ροές για να προστατεύσει την εγχώρια βιομηχανία. Και σε άλλες, μπορεί να πιστεύει ότι χρησιμοποιεί τις απειλές δασμών ως μοχλό πίεσης για να πείσει τους εμπορικούς εταίρους της Αμερικής να μειώσουν τους δασμούς τους σε εμάς. Αλλά στην περίπτωση του Μεξικού και του Καναδά, δεν είναι σαφές ότι θα μπορούσε να επιτύχει οποιοδήποτε από αυτά τα πράγματα χωρίς να προκαλέσει σημαντικές παράπλευρες απώλειες στο εσωτερικό.
Αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι στην πραγματικότητα δεν πρόκειται καθόλου για οικονομικά ζητήματα, αλλά, αντίθετα, για τις πεποιθήσεις του Τραμπ σχετικά με τη μετανάστευση και το εμπόριο ναρκωτικών. “Σκεφτόμαστε με όρους 25% για το Μεξικό και τον Καναδά, επειδή επιτρέπουν σε τεράστιο αριθμό ανθρώπων” να περάσουν τα σύνορα, δήλωσε ο Τραμπ στους δημοσιογράφους τη Δευτέρα. Κατά την άποψη του Brands, αυτά μπορεί να είναι παράπονα που αντιμετωπίζονται καλύτερα με συνεργασία παρά με άγριες απειλές. Αλλά όσον αφορά στα ζητήματα του εμπορίου και της οικονομίας, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς οι ΗΠΑ θα ευημερήσουν από το τελευταίο “παίγνιο δειλίας” του Τραμπ με τους δασμούς.
Απόδοση – Επιμέλεια: Λυδία Ρουμποπούλου
BloombergOpinion
Πηγή: philenews.com