Όταν μετά από μια πανσυνδικαλιστική σύσκεψη, παρουσία των ηγεσιών όλων των συντεχνιών δημόσιου, ημιδημόσιου και ιδιωτικού τομέα, ανακοινώνεται πως το συνδικαλιστικό κίνημα ζητά συνάντηση με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για τα ανοικτά μέτωπα στην εργασία, η φυσιολογική ερώτηση που σκέφτεται κάποιος είναι «καλά, γιατί όχι με τον υπουργό Εργασίας;».
Κάποιοι συνδικαλιστές θα μπορούσαν να απαντήσουν «για τον ίδιο λόγο που τον Ιούλιο του 2024 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κάλεσε δεκάδες εκπροσώπους της επιχειρηματικής κοινότητας στο Προεδρικό, σε μια συζήτηση «στρογγυλής τραπέζης» για να συζητηθούν τρόποι και μέτρα για «τη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και εξωστρέφειας της κυπριακής οικονομίας».
Γιατί δεν παρέπεμψε τους επιχειρηματίες και τις οργανώσεις τους στους αρμόδιους υπουργούς και αντί αυτού οργάνωσε μια τεράστια συγκέντρωση, παρουσία βέβαια 11 υπουργών και υφυπουργών, οι οποίοι όμως έμοιαζαν ως να είχαν προσκληθεί για να ακούσουν τους υψηλούς προσκεκλημένους και να πράξουν αναλόγως; Εξού και μετά τη σύσκεψη εκείνη ακούστηκαν πάρα πολλά για διαβεβαιώσεις ή υποσχέσεις που έλαβαν οι προσκεκλημένοι του Προέδρου για λύσεις στα προβλήματά τους. Κάποια από τα οποία αφορούσαν την απασχόληση, την ενίσχυση του ξένου δυναμικού, το κόστος του μισθολογίου, κλπ.
Εκείνη η σύσκεψη στο Προεδρικό είναι αλήθεια πως εν τέλει δεν ικανοποίησε πολλούς. Από τον επιχειρηματικό κόσμο ακούμε πως τους έταξε διάφορα ο Πρόεδρος και υλοποίησε ελάχιστα. Και από τις συντεχνίες, ακούσαμε τότε πολλά παράπονα για υποσχέσεις που δόθηκαν στους εργοδότες για καυτά ζητήματα που δεν συζητήθηκαν στον κοινωνικό διάλογο και χωρίς να ακουστούν από τον Πρόεδρο και την Κυβέρνηση οι δικές τους θέσεις.
Εκείνη η σύσκεψη, εκτιμά η στήλη, προκάλεσε ζημιά στην αξιοπιστία της Κυβέρνησης και στις δύο πλευρές της αγοράς. Κυρίως στην πλευρά των εργαζομένων. Θέριεψε την καχυποψία.
Χθες, οι πιο ισχυρές συντεχνίες στον τόπο γνωστοποίησαν ότι θέλουν να συναντήσουν τον Πρόεδρο. Περιμένουν να τους δώσει κάτι που δεν μπορεί ή δεν θέλει να τους δώσει ο αρμόδιος υπουργός; Έχουν πρόβλημα με τον υπουργό ή με την Κυβέρνηση και τον ηγέτη της;
Ογ.γ. της ΣΕΚ, που εδώ και καιρό έστειλε με διάφορα μηνύματα τη δυσαρέσκειά του για όσα συμβαίνουν στο πεδίο της εργασίας, όπως και η Σωτηρούλα Χαραλάμπους της ΠΕΟ, μιλώντας χθες στον «Φ» (ρεπορτάζ στη σελίδα 19) είπε πως «ζούμε πρωτόγνωρες καταστάσεις», ως προς τις διαδικασίες υλοποίησης του κοινωνικού διαλόγου. Είπε πως υπάρχει δυσφορία στο εργατικό κίνημα, αλλά σε κάποιο βαθμό και στην πλευρά των εργοδοτών! Είπε ακόμα πως το θέμα δεν είναι προσωπικό, είναι θέμα πολιτικών. Εν ολίγοις, είναι θέμα επιλογών της Κυβέρνησης, εν σώματι.
Είπε όμως ακόμα πως θέλουν με τη συνάντηση με τον Πρόεδρο να διαπιστώσουν ότι έχει πλήρη εικόνα για το τι συμβαίνει (σ.σ. και προκαλεί έως και οργή στις συντεχνίες) και τι προτίθεται να κάνει για τα μεγάλα ζητήματα που είναι ανοικτά και πρέπει να κλείσουν, άλλα πολύ σύντομα (π.χ. ξένοι εργάτες και συλλογικές συμβάσεις), άλλα το καλοκαίρι (π.χ. ΑΤΑ) και άλλα προς το τέλος του χρόνου (κατώτατος μισθός).
Παρά τη δευκρίνιση Μάτσα ότι τα προβλήματα δεν είναι επί προσωπικού, όταν οι συντεχνίες λένε πως θέλουν να διαπιστώσουν αν ο Πρόεδρος έχει πλήρη εικόνα για όσα γίνονται ή θα γίνουν, δεν μπορεί παρά να σκεφτεί κανείς ότι η επικοινωνία συνδικαλιστικού κινήματος και Κυβέρνησης δεν είναι αυτή που θα έπρεπε. Και αυτό έχει ειπωθεί και από τους ηγέτες άλλων συντεχνιών.
Εν ολίγοις, στις τάξεις των εκπροσώπων των συντεχνιών επικρατεί όλο και εντονότερα η εκτίμηση πως (ούτε αυτή) η Κυβέρνηση είναι αμερόληπτη και δίκαιη στον κοινωνικό διάλογο, όποτε βέβαια προσφεύγει σε αυτόν.
Και πρέπει να συνυπολογιστεί από την Κυβέρνηση η σημασία αυτού που δήλωσαν με μια φωνή Σωτηρούλα Χαραλάμπους, Ανδρέας Μάτσας, Στέλιος Χριστοδούλου (ΔΕΟΚ) και Στράτης Ματθαίου: Ότι το συνδικαλιστικό κίνημα θα «κατεβεί» ενωμένο στις μακρές διαπραγματεύσεις που ακολουθούν για τα μεγάλα θέματα που εκκρεμούν. Και έπεσε στο τραπέζι, ως υπενθύμιση, και «η μεγάλη σημασία του ρόλου των κοινωνικών εταίρων, ενόψει της ανάληψης της προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου από τη χώρα μας κατά το πρώτο εξάμηνο του 2026».
Η πρώτη σοβαρή δοκιμασία της εργατικής ειρήνης εντός του ’25 θα αφορά, είναι ξεκάθαρο πλέον, το θέμα της αναθεώρησης της στρατηγικής για το εργατικό δυναμικό από τρίτες χώρες.
Πηγή: philenews.com